του Γιώργου Καραμπελιά
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Έξη μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα (Ιανουάριος-Ιούλιος 2015), που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Τους
τελευταίους έξη μήνες συνέβη στην Ελλάδα κάτι το ιστορικά καινοφανές.
Μπροστά στην καθολική κρίση του μεταπολιτευτικού κράτους, του
παρασιτικού εκσυγχρονισμού και της ενσωμάτωσης στη Δύση, κρίση που
προκάλεσε μια χωρίς προηγούμενο οικονομική και πολιτική κατάρρευση, ένα
μέρος των διανοούμενων τάξεων και της συνδικαλιστικής και πολιτικής
γραφειοκρατίας κατόρθωσε να καταλάβει την πολιτική εξουσία.
Η
άνοδος αυτή έχει μια εντελώς αντιφατική διάσταση διότι από τη μία
πλευρά προκάλεσε μια γενικευμένη πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας,
η οποία μπορεί σε βάθος χρόνου να έχει και θετικές συνέπειες –αν
αποφύγουμε την ολοκληρωτική καταστροφή– παράλληλα όμως προκάλεσε, μέσα
σε έξη μήνες ανεπανόρθωτη καταστροφή στην οικονομία, πυροδότησε και
ανέδειξε σε κυρίαρχο φαινόμενο τον γενικευμένο μηδενισμό, κινδυνεύει να
επανα-νομιμοποιήσει, εκ του αντιθέτου το παλιό πολιτικό σύστημα και να
ανοίξει το δρόμο, πιθανώς, για ακόμα μεγαλύτερες ανατροπές.
Η
άνοδος του Σύριζα στην εξουσία συνιστά μια παγκόσμια πρώτη για τον
δυτικό κόσμο. Ποτέ άλλοτε δεν κατόρθωσαν τα διανοούμενα μεσοστρώματα να
ανέλθουν αυτοδυνάμως στην εξουσία. Αποτελούσαν πάντα μία πτέρυγα,
λιγότερο ή περισσότερο ισχυρή, αυτής της εξουσίας, σε συμμαχία με άλλες
ισχυρότερες κοινωνικές δυνάμεις. Πράγματι αυτή είναι η ιδιομορφία του.
Ένα κόμμα –ιδιαίτερα σε ότι αφορά στον στενό κομματικό πυρήνα–
διανοουμένων του τομέα της κοινωνικής αναπαραγωγής, εκπαιδευτικών,
επαγγελματιών των ΜΜΕ και του καλλιτεχνικού κόσμου, σε συνθήκες
κατάρρευσης των κοινωνικών τάξεων και της ελληνικής οικονομίας, ανεδύθη
στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Και όμως, αυτό το προφανές
κοινωνιολογικό δεδομένο αγνοείται πανηγυρικά, κατ’ εξοχήν από τους…
κοινωνιολόγους. Και μάλιστα, στην πορεία της ενδυνάμωσής του, τα
τελευταία τρία χρόνια, από το 2012 και μετά, ενσωμάτωσε και τμήματα της
ευρύτερης κρατικής και συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, προερχόμενα από
το ΠΑΣΟΚ. Έτσι, αντεστράφη μια στενή σχέση πολλών δεκαετιών: Εάν το
παλαιό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου εξέφραζε μία συμμαχία μεταξύ των
παραδοσιακών μικροϊδιοκτητών και των νέων μισθωτών μεσοστρωμάτων, στο
εσωτερικό της οποίας η κοινωνική βάση του Σύριζα, τα διανοούμενα
μεσοστρώματα, αποτελούσαν τον μικρότερο εταίρο, στην νέα πραγματικότητα
που διαμορφώνεται, αυτός ακριβώς ο εταίρος μεταβάλλεται στον κεντρικό πυλώνα της νέας συμμαχίας.
Σε
ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, η διανόηση και οι εκπαιδευτικοί αποτελούν
παραδοσιακά το πιο «φιλελεύθερο» τμήμα των αρχουσών τάξεων, εξ ου και η
ηγεμονία τους στον χώρο της τέχνης, της εκπαίδευσης, των ΜΜΕ κ.λπ. Ποτέ,
όμως, δεν κατόρθωσαν να αυτονομηθούν ως ανεξάρτητος και ηγεμονικός
πολιτικός παράγων και γι’ αυτό πάντα κινούνταν στα πλαίσια ή στο
περιθώριο των πολιτικών κομμάτων, της σοσιαλδημοκρατίας και της
αριστεράς. Χαρακτηριστική είναι και στην Ελλάδα η σχέση της διανόησης με
το ΠΑΣΟΚ και ιδιαιτέρως με την εκσυγχρονιστική διακυβέρνηση Σημίτη.
Τότε, η πλειοψηφία των διανοουμένων (με την ευρεία έννοια του όρου, ως
κοινωνικής κατηγορίας) συμβάδιζε με την κυβέρνηση των «καθηγητών» του
Σημίτη, αμειβόμενη αδρά γι’ αυτό.
Στα
χρόνια της μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα μετά το 1990, τα διανοούμενα
στρώματα ενισχύονται αριθμητικά και κοινωνικά όσο καμία άλλη τάξη και
στρώμα της ελληνικής κοινωνίας. Η διόγκωση των εκπαιδευτικών μηχανισμών,
(στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το 2012 απασχολούνταν περίπου 81.000, στη
δευτεροβάθμια περίπου 100.000, ενώ στην τριτοβάθμια από λίγες χιλιάδες
πανεπιστημιακούς το 1974, φθάσαμε σε είκοσι περίπου χιλιάδες στη
δεκαετία του 2010). Ο πολλαπλασιασμός των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών
δικτύων και η δημιουργία εκατοντάδων ιστοσελίδων στο διαδίκτυο, διόγκωσε
ανάλογα και τον αριθμό των επαγγελματιών των ΜΜΕ. Επίσης, αναρίθμητοι
έγιναν πλέον οι επαγγελματίες της μουσικής και του θεάτρου, (ακόμα και
στις συνθήκες της κρίσης, η Αθήνα έχει πάνω από πεντακόσια θέατρα).
Τέλος, την πιο εκρηκτική ανάπτυξη γνώρισαν οι ποικίλες Μη Κυβερνητικές
Οργανώσεις (ΜΚΟ), οι οργανισμοί ψυχικής υγιεινής κ.λπ, κ.λπ. Κατά
συνέπεια, η παλιά «στενή» τάξη των διανοουμένων μεταβλήθηκε σε μια
τεράστια κοινωνική κατηγορία, που περιλαμβάνει τρεις ή τέσσερις
εκατοντάδες χιλιάδες άτομα και προφανώς κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο της
χώρας.
Σημαντική ιδιαιτερότητα
αποτέλεσε στην Ελλάδα, εξ αιτίας της ιδιομορφίας της ελληνικής
αριστεράς, η ύπαρξη ενός κόμματος της διανόησης, όπως το ΚΚΕ εσωτερικού,
ήδη από την δεκαετία του 1970, σε αντίθεση με το ΚΚΕ που επικεντρωνόταν
μάλλον στον εργατικό συνδικαλισμό και κατ’ εξοχήν τους οικοδόμους.
Όμως
μετά το 2004, την κρίση του σημιτικού εκσυγχρονισμού και την άνοδο της
δεξιάς στην εξουσία, αυτή η νέα πολυπληθής κοινωνική κατηγορία αρχίζει
σταδιακώς να αποσπάται από τον ευρύτερο σχηματισμό εξουσίας της
κεντροαριστεράς, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Και σ’ αυτό συμβάλλει αποφασιστικά η
ανάδυση νέων ηλικιακά και κοινωνικά στρωμάτων της διανόησης με
κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά και αδυναμία απασχόλησης, τουλάχιστον
σταθερής ή υψηλά αμειβόμενης, μια και οι διαθέσιμες «θέσεις» έπαψαν να
αυξάνονται, ενώ η προσφορά διανοουμένων πολλαπλασιαζόταν, μια και τα
πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού παρήγαγαν ετησίως δεκάδες
χιλιάδες νέους αποφοίτους. Η γενίκευση των μεταπτυχιακών και τα
διδακτορικά εν αφθονία καθυστερούσαν απλώς την εμφάνιση του αδιεξόδου
της αναπαραγωγής αυτών των διευρυνόμενων κοινωνικών στρωμάτων.
Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση στο χώρο του θεάτρου, όπου χιλιάδες
υποαπασχολούμενοι ή άνεργοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί διεκδικούν μία θέση
στον ήλιο.
Είχαν δημιουργηθεί έτσι οι προϋποθέσεις για την αυτόνομη ανάδειξη
αυτής της ανερχόμενης κοινωνικής κατηγορίας στο κοινωνικό και πολιτικό
προσκήνιο. Και προς αυτό συνηγορούσαν πολλές παραγωγικές και κοινωνικές
εξελίξεις στη χώρα. Η συρρίκνωση της πρωτογενούς και δευτερογενούς
παραγωγής αποδυνάμωσε τόσο την αγροτιά, όσο και τα εργατικά στρώματα,
καθώς βέβαια και τους βιομηχάνους και γενικότερα τους επιχειρηματίες
παραγωγικού χαρακτήρα. Εξασθένισε ακόμα και το κοινωνικό βάρος των
διανοουμένων των συνδεδεμένων με την παραγωγή – οι μηχανικοί, οι
μηχανολόγοι κ.λπ. υποχωρούν μπροστά στους διανοουμένους του τομέα της
κοινωνικής αναπαραγωγής. Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη της ΓΣΕΕ και της
ΑΔΕΔΥ, οι οποίες μεταβλήθηκαν και σε εκφραστή των μισθωτών
μεσοστρωμάτων του δημοσίου ή ημιδημόσιου τομέα, οι μεν πρώτοι των ΔΕΚΟ
και των τραπεζών και οι δεύτεροι των εκπαιδευτικών και λοιπών δημοσίων
υπαλλήλων.
Στην κοινωνική δομή της
Ελλάδας της δεκαετίας του 2000, εξασθενούν τα παραγωγικά στρώματα,
επιχειρηματίες, μηχανικοί και εργάτες, και ενισχύονται τα παρασιτικά
εξωστρεφή (συνδεδεμένα με τον τουρισμό) και διανοούμενα μεσοστρώματα.
Από αυτή την άποψη, την κοινωνιολογική, ο Δεκέμβρης του 2008 και ό,τι
είχε προηγηθεί με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-07 καθώς και η
ανάδυση, από το 2009 και μετά, του Σύριζα στο προσκήνιο, αποτελούν την
έκφραση αυτής της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Και στις δύο
διαστάσεις της. Και της κοινωνικής ενίσχυσης των διανοούμενων στρωμάτων, και της αδυναμίας
για απρόσκοπτη κοινωνική και εργασιακή ένταξη στην ελληνική κοινωνία.
Εκεί θα ανευρεθούν και οι ρίζες της «εξέγερσης των βορείων προαστίων»,
που συντάραξε την Ελλάδα το 2008 –οι γόνοι των μεσαίων και ανώτερων
στρωμάτων βλέπουν να εμποδίζεται η απρόσκοπτη αναπαραγωγή τους– και η
οποία θα οδηγήσει στην δημιουργία ακόμα και νέων τρομοκρατικών
οργανώσεων, όπως οι Πυρήνες της Φωτιάς, με δηλωμένη μηδενιστική
στόχευση και ιδεολογία, ή στην ριζοσπαστικοποίηση ενός συντηρητικού
μέχρι το 2004 κόμματος, όπως ο «Συνασπισμός», μέσα από την συνάντησή του
με τις αριστερίστικες ομάδες των Εξαρχείων.
Βέβαια
στις εκλογές του 2009 φάνηκε πως η «τάξη» αποκαταστάθηκε και το ΠΑΣΟΚ
κατόρθωσε να ενσωματώσει εν πολλοίς αυτή τη δυναμική κοινωνική εμφάνιση
των διανοούμενων μεσοστρωμάτων.
Όμως,
όπως γράφαμε μετά τον Δεκέμβρη του 2008, η πασοκική και νεοδημοκρατική
τάξη της μεταπολίτευσης απειλούνταν δραματικά από την οικονομική κρίση
που είχε ήδη εμφανιστεί στο κέντρο του δυτικού κόσμου, τις ΗΠΑ. Και αυτή
η κρίση δεν άργησε να εμφανιστεί με τον πιο σαρωτικό τρόπο και στον
αδύναμο κρίκο του ελληνικού συστήματος, δηλαδή τον παρασιτικό του
χαρακτήρα, τουτέστιν τον κρατικό δανεισμό. Και άρχισε η αποδόμηση του
παλαιού συστήματος. Ειδικά στα δυο πρώτα χρόνια της κρίσης, το 2010 και
2011, χτυπήθηκε σαρωτικά η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ, οι δημόσιοι
υπάλληλοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Αυτά τα καταστρεφόμενα ή ήδη
κατεστραμμένα μεσοστρώματα δημιούργησαν το «κίνημα των αγανακτισμένων»
που είχε ως βάση του κατεξοχήν μεσαίες ηλικίες από 36 έως 60, ενώ ήταν
ελάχιστη η συμμετοχή νέων και πολύ μικρή η επίδραση του Σύριζα. Τα δύο
αυτά πρώτα χρόνια οι κατεστραμμένοι των πλατειών βιώνουν το όνειρο μιας
νέας πολιτικής τάξης που θα έχει απορρίψει συλλήβδην τον παλαιό πολιτικό
κόσμο. Γι’ αυτό και βάρδος τους θα αναδειχθεί ο «βάρδος της ρωμιοσύνης»
Μίκης Θεοδωράκης, και εκφραστές τους ανώνυμοι μέχρι χθες, ο
Μαριάς, ο Κατρούγκαλος, ο Καζάκης κ.ά., οι οποίοι εκτινάχθηκαν στο
κέντρο της δημοσιότητας από τα επιτήδεια ΜΜΕ και τους επιχειρηματίες του
«κόμματος της δραχμής». Όσο για τους νέους διανοουμένους, ένα μεγάλο
μέρος τους, ιδιαίτερα από τα ανώτερα στρώματα, ως απάντηση στην κρίση,
μετανάστευσε μαζικά στο εξωτερικό.
Εν
τούτοις, όπως πάντα συμβαίνει στην ιστορία, οι ελεύθεροι σκοπευτές και
πελταστές αντικαταστάθηκαν συντόμως από τις πιο οργανωμένες δυνάμεις,
που μπορούσαν να εντάξουν το δυναμικό της αμφισβήτησης σε ένα σχέδιο
κατάληψης εξουσίας. Είχε έρθει η ώρα του Σύριζα, ως του κόμματος των
διανοουμένων της κοινωνικής αναπαραγωγής, που αναζητούσε την μεταβολή
του σε ηγεμονική δύναμη των μικρομεσαίων και, από την αντίπαλη όχθη, της
Χρυσής Αυγής, που επιζητούσε την ένταξη των κατεστραμμένων και βιαίως
προλεταριοποιούμενων μεσαίων στρωμάτων, αγροτών και εργατών σ’ ένα
σχέδιο φασιστικής αναδόμησης του κράτους. Στις εκλογές του Μαΐου και
Ιουνίου του 2012 θα αναδυθούν πλέον και οι δύο αυτές πολιτικές δυνάμεις
(και παρεμπιπτόντως οι ΑΝΕΛ) ως διεκδικητές της εξουσίας.
Για
καιρό, η Χ.Α. και ο Σύριζα θα διαγκωνίζονται μεταξύ τους, για το ποιος
θα αποσπάσει την αντιμνημονιακή προτεραιότητα. Χαρακτηριστικά, ήταν τόσο
συγχυσμένη η συνείδηση των ψηφοφόρων στις εκλογές Μαΐου-Ιουνίου 2012,
ώστε πολλοί από τους ψηφοφόρους που είχαν επιλέξει την Χ.Α. και τους
ΑΝΕΛ τον Μάιο, μετακινήθηκαν προς τον Σύριζα τον Ιούνιο. Επιπλέον, ακόμα
και πρόσφατα, στις περιφερειακές εκλογές του 2014, πολλές χιλιάδες
ψηφοφόροι επέλεγαν τον Κασιδιάρη ως δήμαρχο της Αθήνας και τη Δούρου για
περιφερειάρχη Αττικής!
Ωστόσο, η
έκβαση της μάχης ήταν προδιαγεγραμμένη. Από τη μία πλευρά βρισκόταν ένα
κόμμα με χιλιάδες πολιτικά στελέχη, που έβγαιναν από τη δικτατορία, τη
μεταπολίτευση, τα ΜΜΕ και τα πανεπιστήμια, και από την άλλη ένα
ναζιστικό γκρουπούσκουλο, που διέθετε μόνο μυς και τάγματα εφόδου, χωρίς
να διαθέτει κανένα ευρύτερο ρεύμα διανοουμένων πίσω του, όπως αντίθετα
διέθεταν ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ. Και γι’ αυτό θα σκοντάψουν ακριβώς
στην στενή πραξικοπηματική τους αντίληψη, με τη δολοφονία του Παύλου
Φύσσα. (Μήπως, απλώς, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα τους και η «κυβερνώσα
αριστερά» φροντίζει να τους ανοίξει τον δρόμο;)
Έτσι,
λοιπόν, από το 2013 και μετά, ο δρόμος είχε ανοίξει για την κατάληψη
της κυβερνητικής εξουσίας από τον Σύριζα. Σταδιακώς, τα ανώτερα
κοινωνικά διανοούμενα στρώματα μετακινούνται από τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ
προς αυτό, ενώ η καθόλου τυχαία, αλλά εν τέλει βλακώδης, πραξικοπηματική
κίνηση του Σαμαρά, με το κλείσιμο της ΕΡΤ, λειτούργησε ως ο μεγάλος
πολλαπλασιαστής αυτής της μετακίνησης. Πράγματι, για όλη την περίοδο από
το 2012 μέχρι τις εκλογές του 2015, όταν σταδιακώς εκλείπουν τα μεγάλα
κοινωνικά κινήματα και οι «πλατείες», η τελευταία μεγάλη κοινωνική
κινητοποίηση επικεντρώθηκε γύρω από την κλειστή ΕΡΤ. Εάν ο Δεκέμβριος
του 2008 αποτέλεσε το μηδενιστικό προανάκρουσμα του 2015, η «ΕΡΤ»
σφράγισε την νέα κοινωνική ηγεμονία που εξέφραζε ο Σύριζα. Παλιοί
σημιτικοί διανοούμενοι, (Λιάκος, Τσουκαλάς, Βέλτσος) μετακινούνται προς
τον Σύριζα, το αριστερό ΠΑΣΟΚ (Λιβάνης, Επίκαιρα, Λαλιώτης,
Κατσέλη, Αρσένης, Κουρής), συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ, προσχωρούν λιγότερο ή
περισσότερο ανοιχτά και το κόμμα αποκτά μέσω της κινητοποίησης γύρω από
την ΕΡΤ τον παραδειγματικό του αγώνα, που εξέφραζε και τον βαθύτερο
χαρακτήρα του: Διανοούμενοι των πανεπιστημίων, της εκπαίδευσης,
υπάλληλοι των ΔΕΚΟ έρχονταν να συμπαρασταθούν σε εργαζόμενους των ΜΜΕ,
που κατόρθωσαν από μισητοί στο πανελλήνιο ως καρεκλοκένταυροι, να
μεταβληθούν σε θύματα και σύμβολο μιας ολόκληρης περιόδου και ιδιαιτέρως
της νέας γενιάς.
Εξ άλλου το
κλείσιμο της ΕΡΤ αποτελούσε το πρελούδιο του «μεγάλου» σχεδίου των
Σαμαρά-Λαζαρίδη να εγκαταλείψουν τις κεντροαριστερές συμμαχίες, με τη
ΔΗΜΑΡ. ίσως και με ένα μέρος του ΠΑΣΟΚ, και να προωθήσουν μια νέα συμμαχία των «δεξιών» ενάντια στους «αριστερούς».
Ο σχεδιασμός του διδύμου της ηγεσίας της ΝΔ περιλάμβανε την ολοκλήρωση
της εποχής των μνημονίων μέσα στο 2014, η οποία και θα επέτρεπε μια
στρατηγική συμμαχία με μια μεταλλαγμένη Χρυσή Αυγή, όπως ήδη προτεινόταν
ανοικτά από τον… Μπάμπη Ππαδημητρίου, ή ίσως και ένα μέρος των ΑΝΕΛ,
μια και θα είχε εξαντληθεί η σύγκρουση μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Έτσι θα
γινόταν εφικτή η αλλαγή του πεδίου της αντιπαράθεσης και σε μία τέτοια
εκδοχή το κλείσιμο της ΕΡΤ θα λειτουργούσε ως το προοίμιο μιας ανοικτά
δεξιάς εμφυλιοπολεμικής στρατηγικής, παρά το κόστος της αποχώρησης
Κουβέλη.
Όμως το σχέδιο στράβωσε και
εξ αιτίας της μεγάλης και μακράς κινητοποίησης της ελληνικής κοινωνίας
ενάντια στο «μαύρο» της ΕΡΤ και συναφώς εξ αιτίας του γεγονότος ότι οι
Μιχαλολιάκος-Κασιδιάρης το εξέλαβαν ως το σύνθημα για να εξαπολύσουν τα
δικά τους τάγματα εφόδου και να υπερκεράσουν την στρατηγική Σαμαρά,
τραβώντας την στα άκρα, ώστε να την καρπωθούν οι ίδιοι σε μια λογική
ακροδεξιού πραξικοπήματος. Εξ ου και οι γενικευμένες επιθέσεις του
καλοκαιριού και των αρχών του φθινόπωρου του 2013 που θα κορυφωθούν με
τη δολοφονία του Πάυλου Φύσσα, η οποία και θα σηματοδοτήσει την αρχή του
τέλους του… Αντώνη Σαμαρά/Χρύσανθου Λαζαρίδη. Διότι πλέον η στρατηγική
του «δεξιού» μετώπου κατεστράφη, ο Δένδιας συνέλαβε τους Χρυσαυγίτες
κάτω από τις παραινέσεις και τις παρεμβάσεις Αμερικανών, Ευρωπαίων και
Εβραίων και έτσι βρέθηκε ξεκρέμαστος, χωρίς στρατηγική και με λιγότερους
συμμάχους στο διεθνές σκηνικό.
Πλέον
είχε ανοίξει ο δρόμος για τον Σύριζα, και η υπόθεση
Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, λίγο πριν τις ευρωεκλογές της Άνοιξης του 2014,
ήλθε να ολοκληρώσει την απαξίωση του Σαμαρά και των επιλογών του.
Έτσι,
ένα κόμμα διανοουμένων των μη παραγωγικών τομέων, βρέθηκε στον αφρό του
κύματος της αγανάκτησης που διαπερνούσε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Και είχε δύο επιλογές. Η πρώτη, μέσα από μια μακρά πορεία προς
τον λαό να μεταβληθεί στον μαζικό «οργανικό» διανοούμενο του έθνους, με
πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, να συνδεθεί με τα παραγωγικά στρώματα και
να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία ως ο εκφραστής και ο εκπρόσωπος
ενός κοινωνικού και εθνικού προτάγματος· μιας κυριολεκτικά επαναστατικής
αναδόμησης της ελληνικής κοινωνίας. Η δεύτερη ήταν να αποπειραθεί μία ταχύτατη «τυχοδιωκτικού» τύπου «κατάληψη» της εξουσίας. Και όλα τους είχαν προετοιμάσει για το δεύτερο.
Στην πρώτη περίπτωση θα έπρεπε να διαθέτουν και κοινωνικό και εθνικό όραμα. Δηλαδή να έχουν συνειδητοποιήσει την παρακμή
της χώρας, δημογραφική, οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και να
θέλουν να αναμετρηθούν με αυτήν, προτάσσοντας την παραγωγική
ανασυγκρότηση και την πολιτισμική αναγέννησή της. Όμως, όπως έχουμε
καταδείξει αναρίθμητες φορές, δεν διέθεταν αυτά τα χαρακτηριστικά. Θα
μπορούσαν να προσλάβουν κάποια από αυτά, μέσα από μια περίοδο ώσμωσης με
τις κοινωνικές δυνάμεις που αναλάμβαναν να εκπροσωπήσουν, ώστε να
μετασχηματίσουν την αφετηριακή οραματικά μηδενιστική και εθνομηδενιστική
ιδεολογία τους. Κάτι που θα απαιτούσε χρόνο και προσπάθεια. Όμως ο
πραγματικός προσανατολισμός τους διεγράφη πολύ καθαρά μετά τις εκλογές
του Ιούνη του 2012. Αντί, τότε, να αποπειραθούν ένα βύθισμα στην
κοινωνία, με την οργάνωση δεκάδων χιλιάδων νέων μελών, προερχόμενων από
αυτή την κοινωνία, το πρώτο τους μέλημα ήταν να περιχαρακώσουν τον
κομματικό τους μηχανισμό, έτσι ώστε να μην αλωθεί από τις
«εθνολαϊκιστικές» μάζες που τους υποστήριζαν. Το μέλημα του κόμματος
ήταν να κατακτήσει μια εκλογική πλειοψηφική συναίνεση, διατηρώντας
ταυτόχρονα μια «στενή» κομματική συγκρότηση (το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα
Παπανδρέου που είχε επιτύχει αυτή την ώσμωση είχε φθάσει τα 300.000 μέλη
και ο Σύριζα τα 20 με 30 χιλιάδες). Προφανώς δε μια τέτοια απεύθυνση
στον λαό θα υποχρέωνε το ίδιο το κόμμα σε βαθύτατους ιδεολογικούς
μετασχηματισμούς, ώστε να μεταβληθεί σε πλειοψηφική δύναμη.
Ο άλλος δρόμος ήταν εκείνος τον οποίο ακολούθησαν τελικώς, μιας εκλογικής
και μόνο συμμαχίας με τις λαϊκές δυνάμεις, έτσι ώστε το κόμμα να
παραμείνει αδιαπέραστο από αυτές. Γι’ αυτό και θα έπρεπε να εξασφαλίσουν
τους συσχετισμούς και τις συμμαχίες που απαιτούνταν για την μεταβολή
τους σε κόμμα εξουσίας μέσω συμμαχιών κορυφής με τους Αμερικανούς και
λόμπι τύπου Ιδρύματος Σόρος, με τμήματα των αρχουσών τάξεων (Γιάννα
Αγγελοπούλου, Ψυχάρης, Μπόμπολας κλπ), με το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ κ.λπ., ώστε
να μπορεί δι’ αυτής της οδού να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ως
εκ τούτου, η εσπευσμένη και τυχοδιωκτική άνοδος στην εξουσία τον
Ιανουάριο του 2015, υποχρεωτικά θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί με απατηλές
εξαγγελίες (τα δώδεκα «κοστολογημένα δισεκατομμύρια της Θεσσαλονίκης)
πολιτικάντικους ελιγμούς (Κουβέλης) και απάτες (Χαϊκάλης-Λαζόπουλος) και
συμφωνίες κάτω από το τραπέζι με τις ΗΠΑ και άλλα «βαθύτερα» λόμπι.
Και
το αποτέλεσμα ήταν πως ένα κόμμα συγκροτημένο από επαγγελματίες της
κοινωνικής συναίνεσης (δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες,
εκπαιδευτικοί) βρέθηκε μπροστά στην διαχείριση της οικονομίας και της
κοινωνίας σε συνθήκες κρίσης. Χωρίς όμως τις κοινωνικές δυνάμεις που
αποτελούν το αντικείμενο αυτής της συναίνεσης! Δεν είναι
δυνατόν καθηγητές οικονομικών από πανεπιστήμια της Αγγλίας και της
Αυστραλίας να διαχειρίζονται την οικονομία, χωρίς την παρουσία των ίδιων
των φορέων της οικονομίας (επιχειρηματιών, εργαζομένων, ακόμα και
εγχώριων οικονομολόγων). Δεν είναι δυνατόν, ηθοποιοί του κωμικού θεάτρου
να διαχειρίζονται το ασφαλιστικό σύστημα. Δεν είναι δυνατόν, οπαδοί των
ανοικτών συνόρων για τους μετανάστες να διαχειρίζονται το
μεταναστευτικό σε συνθήκες διόγκωσης των μεταναστευτικών ρευμάτων! Δεν
είναι δυνατόν οπαδοί της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας να
διαχειρίζονται το Κυπριακό! Δεν είναι δυνατόν… Και όμως, σε αυτούς
παρεδόθη η χώρα για να την κατακρεουργήσουν, ως δήθεν χειρούργοι της.