Μια φορά κ’ έναν καιρόν ο αρκοντότερος του χωρκού επάντρευκεν την
κόρην του με τον γυιόν ενός μεγάλου πραματευτή. Εκαλέσαν εις τον γάμον
ούλον το χωρκόν κι ούλον το αρκοντολόϊν. Άμα κ΄ήρατσιν ΄που την
εκκλησιάν που εστεφανώσαν τ΄αντρόϋνον εκάτσασιν ούλοι στα τραπέζια
κ΄εκουβαλούσαν οι μαείροι κ΄οι σεττοκόποι* τα φαγιά και τα κρασιά, κ΄οι
ξιφάντωσες* και τα τραούδκια εβκαίναν μεσούρανα. Μεσ΄κείνην την
ανακατωσιάν, μέσ΄κειν΄τα τραούδκια ήρτεν κ΄εστάθηκεν εις την πόρταν ένας
ασπρομάλλης με κάτι ρούχα παστρικά χιόνι αμμά πολλά φτωχικά και
κομματιασμένα. Εστάθην έτσι περίλυπος κ’
εθώρεν, ζαβαλί μου,* που τρώαν κ΄επίναν. Ένας μισταρκός* είδεν τον:
«Είντα θέλεις, γέρο; άτε τράβα στην δουλειάν σου, μεν μας εμποδίζεις·
στέκεις μέσ’ την πόρταν», κ΄εδκιωξέν τον κ’ επήεν κείθε μέρου κ΄εστάθην
μέσ’ τον ηλιακόν.* Είδαν τον οι μαείροι κ’ οι σεττοκόποι και επήαν κατά
πισόν του: «Είντα, γέρο, είντα που θέλεις δαχαμαί;»* «Ήρτα, γυιέ μου, να
δω κ΄εώ ο κακορίζικος τον γάμον και να κάτσω και εώ να φάω νακκουρίν.»*
«Λάμνε,* γέρο, στην δουλείαν σου· εν αντρέπεσαι την μουτσούνα σου κ΄εν
πάεις· με τουν τα παληόρουχα εννά κάτσης εις το τραπέζιν του γάμου;
Μη χειρότερα! Χάτε,* χάτε, λάμνε στην δουλειά σου», κ΄εκουντήσαν τον
όξω. Ο γέρος έφυεν κ΄ύστερα ΄που λίην ώραν ήρτεν ένας άρκοντας με κάτι
ρούχα ούλα τσοχάδες, με τα πλουμιά τα ολόχρυσα, με κάτι γούννες
βισιλικές, κ΄επήεν εις τον γάμον. Άμα τον είδασιν οι δούλοι εβουρήσαν
κατά πάνω του: «Κόπιασε, κόπιασε, αφέντη μου πολυχρονημένε μου, κόπιασε
στο τραπέζι.» Επροσηκωθήκαν του ούλοι, ως κ΄η νύφη επροσηκώθην του
κ΄έκατσεν τον προ κεφαλής των πραπεζιών. Ετρέξασιν οι σεττοκόποι με τα
φαγιά, με τους καλύττερους μεζέδες, με τα κρασιά. Έκατσεν ο άθθρωπος
κ΄έππιανεν τα φαγιά με το κουτάλιν κ΄εχένωνέν τα πα στα ρούχα του και πα
στες γούννες του κ΄ελάλενεν: «Φάτε, ρούχα, και τα ρούχα έχουν τιμήν·»
Τότε οι καλεσμένοι κ΄ούλος ο κόσμος έμεινε ξηστικός κ΄εθωρούσαν τον έσσω
κ΄έσσω. Άλλος ελάλεν: «άτζιαπις* περιπαίζει μας;» και άλλος: «άτζιαπις
εν πελλός;», άλλος: «είντα εν τούτα, αφέντη μου, που κάμνεις;» Ευτύς ο
άθθρωπος εσηκώθη πάνω κ΄είπεν τους: «Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός κ΄ήρτα
να σας δοκιμάσω. Ήρτα φτωχός κακορίζικος, νηστικός πεινασμένος,
κ΄εδκιώξετέ με. Τώρα που ήρτα με τες γούννες και με τα χρυσά, εκάτσετέ
με ΄που πάνω ΄που την κεφαλήν σας. Έτσι κ’ εώ ετάϊζα τα ρούχα μου, γιατί
τα ρούχα μου είχαν την τιμήν και την υπόληψίν· εν την είχα εώ.» Άμαν τα
είπεν τουν τα λόγια εχάθηκεν ΄που την μέσην τους κι αντροπιαστήκαν
ούλοι κ΄εγινήκαν ρεζίλι.
Κι άφηκα κείνους καλά κ΄ηύρα σας εσάς καλύττερα.
Γλωσσάρι
σεττοκόποι = σερβιτόροι, ξιφάντωσες = ξεφαντώματα, ζαβαλλί μου = ο
καημένος, μισταρκός = υπηρέτης, ηλιακός = υπόστεγη αυλή, δαχαμαί = εδώ
χάμω, νακκουρίν = λίγο, λάμνε = πήγαινε, χάτε = άντε, άτζιαπις = άραγε
(λ. τουρκ.).
πηγή