Ήταν απομεσήμερο, την ώρα που οι Λωξάντρες πίνουν τον απογευματινό καφέ. Ένα γύρω μια ηρεμία, σχεδόν γαλήνη.
Στον στενό δρόμο που έβλεπε το παράθυρο της κουζίνας της, μια άσπρη γάτα
περνούσε με αργό βήμα. Την κοίταζε πίσω από τα κουρτινάκια, σχεδόν την
καμάρωνε έτσι σίγουρη και απλή που φαινόταν να είναι.
«Και πού να πηγαίνει τώρα αυτή η ψιψίνα;» αναρωτήθηκε
«Όπου γουστάρει» απάντησε πάλι μόνη της και ζήλεψε το αυτοκέφαλο, αυτοδιοίκητο και ανεξάρτητο του μικρού ζώου.
«Ούτε σαν τις γάτες» μουρμούρισε και έφερε στο νου της τους κομμένους
δρόμους, τις ευκαιρίες που δεν υπήρξαν αλλά και τις… γραβάτες που πάντα
είχε τον εφιάλτη ότι θα δραπετεύσουν από την τηλεόραση και θα αρχίσουν
να της σφίγγουν τον λαιμό, όπως τα λόγια αυτών που τις φορούσαν.
Κοίταζε έξω από το παράθυρο αφηρημένα.
Είχε πια ξεχάσει τον καφέ και σκεφτόταν αυτό που δεν ήθελε: Τα πρόσωπά
τους, ένα-ένα, τα μούτρα τους καλύτερα έπρεπε να πει: Σκοτεινοί μέσα στα
καρφιτσωμένα χαμόγελά τους, δράκοι στα παραμύθια που εντός τους
προσπαθούσε να κρυφτεί, απειλητικοί όταν τολμούσε να ελπίσει.
«Μέχρι την Κυριακή» είπε για να πάρει λίγο θάρρος .
Η γάτα ξαναγύρισε, είχε στηθεί απέναντί της και την κοίταζε. Δεν άνοιξε
το παράθυρο αλλά πίσω από το τζάμι της έβγαλε την γλώσσα, έτσι για
παιχνίδι και για να ξεφύγει. Η γάτα την κοίταξε περίεργα και έφυγε
τρέχοντας.
«Όπως τρομάζουμε εμείς» σκέφτηκε.
Μόνο που η γάτα μπορούσε να φεύγει και να γλυτώνει, ακόμη και αν ο
κίνδυνος είναι ανύπαρκτος, ενώ οι άνθρωποι αυτής της χώρας δεν μπορούν
να φύγουν ούτε καν όταν τα μπατζάκια τους έχουν πάρει φωτιά…
Δεν ήθελε πια καφέ. Η θύμησή τους είχε ανακατώσει το στομάχι της, όπως
τότε που, κατά λάθος, είχε βάλει στο φαγητό ληγμένο ντοματοπελτέ.
Ληγμένο, είπε;
Αυτό είναι! Είναι ληγμένοι, γι αυτό ανακατεύουν τα στομάχια μας!
«Ληγμένοι, είναι ληγμένοι» θριαμβολόγησε αλλά για ένα μόλις λεπτό καθώς αμέσως το μέσα της απάντησε «Ναι αλλά είναι εδώ!»
Και λοιπόν; Όλοι όσοι εξαφανίστηκαν, πριν ήταν παρόντες σε ένα δυστυχισμένο «εδώ».
Θάρθει η ώρα που θα φύγουν. Δεν γίνεται αλλιώς! Τόσοι και τόσοι έφυγαν ή …τους έφυγαν.
Περίμενε να γυρίσει η ψιψίνα, να της πει να ξαναπεράσει την Δευτέρα που
θα έχουν πιάσει οι προσευχές, την Δευτέρα που θα έχουν τελειώσει οι
γραβατωμένοι και θα έχουν αρχίσει να ελπίζουν οι άνθρωποι, που εκεί όπου
διασταυρώνονται οι αγώνες θα έχουμε αρχίσει να φυτεύουμε λουλούδια
(όπως κάθε Άνοιξη, πρόωρα βέβαια φέτος).
Η γάτα δεν περνούσε και αυτό την άγχωσε. Το πήρε για σημάδι, πως τάχα
διαισθανόταν το ζωάκι ότι δεν θα συνέβαινε τίποτε σπουδαίο ή καινούργιο.
«Άντε καλέ» χαμογέλασε «σιγά μην γίνω και προληπτική τώρα. Περάσει δεν
περάσει η γάτα, αυτονών λίγα είναι τα ψωμιά, γιατί απλά είναι ληγμένοι.
Το ζήτημα είναι να αντέξουμε. Και επίσης να μην επιτρέψουμε άλλο να μας
προσβάλλουν, να μας κοροϊδεύουν, να μας συγχύζουν.
Δηλαδή πρέπει επιτέλους να σκίσουμε την γάτα!»