ΣεβασμιώτατοςΜητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνίας κ. Κοσμάς
«Ἠμεῖς Χριστιανοί μου, δίκαιοι ἤ ἁμαρτωλοί εἴμεθα; Ἀνίσως καί εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καί τρισμακάριοι. Εἰ δέ καί εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶναι καιρός νά μετανοήσωμεν, νά παύσωμεν ἀπό τά κακά καί νά κάμνωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ.
Πότε θά μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον ἤ μεθαύριον, ἀλλά σήμερον, διότι ἕως αὔριον, δέν ἠξεύρομεν τί θά πάθωμεν».
Αὐτά τά πατρικά, τά προτρεπτικά, τά ἁγιασμένα λόγια περιλαμβάνονται στήν πρώτη διδαχή τοῦ μεγάλου μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνος πού ἄφησε τήν προσωπική του ἡσυχία, τήν ἄσκησί του καί τήν ἀγαπημένη του ἔρημο, πού προτιμοῦσε νά χαθῆ γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, καλεῖ ὅλους νά μετανοήσουν.
Ἁγιασμένος, καθαρός στή ζωή, ἄγγελος ἐπίγειος, γνωρίζει σάν πνευματέμφορος πατέρας, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι μετάνοια, ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ψυχή ὅταν κλείσει ὁ ἄνθρωπος τά μάτια καί φύγει ἀμετανόητος ἀπό τόν πρόσκαιρο καί μάταιο αὐτό κόσμο, ἀλλά καί πῶς ἐλευθερώνεται, σώζεται, ἁγιάζεται, ὅταν, εἰλικρινά καί συνειδητά, μετανοήσει…
Αὐτή τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἅς ἐπιτραπῆ νά σχολιάσουμε μέ ἁπλές σκέψεις:
Ἡ μετάνοια, προϋποθέτει τήν παρουσία, τήν ὕπαρξι, τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἐπιδιώκεται καί βιώνεται ἀπό τόν χριστιανό, μέ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια, γιά νά ἐλευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν θανατηφόρο ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός πού ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Γιά νά μετανοήση, πρέπει νά ἔλθη εἰς ἑαυτόν, στά λογικά του.
Σ’ ὁλόκληρη τήν πατερική παράδοσι, τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται σέ ὁρισμένες ἀντικειμενικές βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε σέ τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται σέ μιά βαθύτερη καί καθολικώτερη ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι μιά παροδική συντριβή ἀπό τή συναίσθησι διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλά μιά μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό, καί συνεχή διάθεσι γιά ἀνόρθωσι, θεραπεία καί ἀνάληψι τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα.
Μετάνοια εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει νά συνοδεύη τόν ἄνθρωπο, μέχρι τή στιγμή τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι, ἡ δυναμική μετάβασι ἀπό τήν παρά φύσι κατάστασι τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, στήν περιοχή τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν, εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς στό Θεό.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, εἶναι τό ξεκίνημα γιά τήν ἀνακάλυψι τῆς κάθε ἁμαρτίας, τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι καί τήν ἀπάλειψι τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρειάζεται ὅμως νά συνειδητοποιήση ὁ ὁδηγούμενος στήν μετάνοια, τό φοβερό, τό καταστρεπτικό, τό θανατηφόρο τῆς ἁμαρτίας, καί νά θελήση νά τήν ἀποτινάξη χωρίς ἐπιφυλάξεις.
Τί εἶναι ἁμαρτία;
«Ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Ἀ’ Ἰωάννου 3, 4) μᾶς λέει τό Πανάγιο Πνεῦμα διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἁμαρτία εἶναι, παράβασις τοῦ Θείου Νόμου.
Ὁ Θεός μας ἐνομοθέτησε τόν νόμον Του, ὄχι γιά τή ἐξυπηρέτησι τῶν ἰδικῶν Του συμφερόντων, οὔτε γιά τή δόξα Του καί τήν ἁγιωσύνη Του, διότι εἶναι ἀνενδεής.
Τόν νόμον Του τόν ἐνομοθέτησε, γιά τό δικό μας ψυχικό συμφέρον, ἀπό ἀγάπη καί εὐσπλαχνία κινούμενος.
Ὅποιος ἁμαρτάνει, παραβαίνει τόν θεῖο νόμο καί γίνεται παραβάτης καί ἔνοχος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, δέν ἀναγνωρίζει Κύριό του τόν Θεό, ἀλλά τόν διάβολο. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὀνομάζει τό προπατορικό ἁμάρτημα «ἀπάτη τοῦ διαβόλου».
Κατά τούς θεοφόρους Πατέρας ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγός καί πρωταίτιος τῆς ἁμαρτίας, καί ὁ ἄνθρωπος συναίτιος.
Οἱ πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά ἐπιλέξουν, εἴτε νά ζοῦν κοντά στόν Θεό, εἴτε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό Αὐτόν.
Ὁ Ἀδάμ ἐπέλεξε τό δεύτερο. Παρήκουσε τόν Δημιουργό, καί ἀντάλλαξε τήν φιλία τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὑποδούλωσι στόν διάβολο. Καί ἀπεκόμισε μέ τήν ἁμαρτία του, τίς γνωστές συνέπειες οἱ ὁποῖες ἁπλώθηκαν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἐπιστρέψας βέβαια, ἄσωτος υἱός.
Ὁ ἄσωτος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀγάπη, τή σκέπη, ἀπό τήν φροντίδα, ἀπό τήν ἀγκάλη τοῦ πατέρα, πορεύθηκε «εἰς χώραν μακράν». Καί ἐκεῖ ἔζησε πάλι τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς γνωρίζει ὅτι: «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. γ’).
Ἀπό κάθε ἄνθρωπο ὀφείλει νά γίνη συνείδηση, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι θέλημα καί ἐπιδίωξη τοῦ διαβόλου καί φέρει στόν ἄνθρωπο τήν ἀποξένωσι καί τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό. Εἶναι πνευματική θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατά φύσιν, καί κίνησίς του, πρός τό παρά φύσιν.
Νοιώθει αὐτή τήν ἀσθένεια ὁ προφήτης Δαυίδ καί φωνάζει πρός τόν μέγα Ἰατρόν: «ἴασαι τήν ψυχήν μου ὅτι ἥμαρτόν σοι». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὀνομάζει τήν ἁμαρτία ἀσθένεια. «Οὔ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες Ἰατροῦ, ἀλλά οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. ε΄, 31).
Αὐτή ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία φέρει στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος, δέν μᾶς ἀφήνει νά γευώμαστε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτός πού ἁμαρτάνει σκοτίζεται, χάνει τήν πνευματική διαύγεια, δέν μπορεῖ νά γνωρίση, νά νοιώσει, νά δῆ τό Θεό, ἀποστερεῖται τή χάρι τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν εὐλογία της, ἀπό τά χαριτόβρυτα ἁγιαστικά, ἀπό τά σωστικά μυστήρια, ἀπό τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, καί πορεύεται εἰς «χώραν ξένην» ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος διεσκόρπισε τίς θεῖες δωρεές μέ τήν ἀποστασία του, ἔζησε τόν λιμό τόν ἰσχυρό, μέ τήν «παντελῆ σπάνιν τῶν τήν ψυχήν συγκρατούντων πνευματικῶν βρωμάτων», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «Ἤρξατο ὑστερεῖσθαι ὁ ἄσωτος» (Λουκ. ιγ΄, 14).
Ὅπως ὁ ἀσθενής σωματικῶς δέν μπορεῖ νά ἀπολαύσῃ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ ψυχικά ἀσθενής, ὁ ἐν ἁμαρτίᾳ παραμένων, δέν μπορεῖ νά χορτάσῃ τά πνευματικά ἀγαθά, νοιώθει κενός – ἔρημος, γιατί μόνο ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φέρει χορτασμό στόν ἄνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔχουν ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Τά χαίρονται; Τά ἀπολαμβάνουν μέ πηγαία χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία;
Μέ πολλή ἀγωνία, ταραχή καί ἀβεβαιότητα ζοῦν, δέν μποροῦν νά χαροῦν τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εἰρήνης, γιατί ἡ ἁμαρτία δέν ἀφήνει νά κατοικήσει στήν καρδιά ὁ εἰρηνοποιός Χριστός. Καί αὐτά τά ὑλικά ἀγαθά δέν τά χαίρονται ὅπως θά ἐπιθυμοῦσαν. Γιατί ζοῦν, ἁμαρτάνοντες, μέσα σέ διαρκῆ σύγχυσι.
Ἡ ἁμαρτία ἀπό τή φύσι της εἶναι γεννήτρια τῆς συγχύσεως καί τῆς ταραχῆς.
Δέν τό ὁμολογεῖ ὁ προφήτης; «Ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου».
«Γιά τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δέν ὑπάρχει ποτέ γαλήνη… ἀλλά νοιώθουν ταραχή μεγαλύτερη ἀπό ὁποιοδή-ποτε πέλαγος…», λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καί δέν μετανοοῦν, συζοῦν μέ τό διαρκῆ φόβο».
Καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐάν ἐσύ ζητᾶς νά ἔχης εἰρήνην μέ τήν ἁμαρτίαν καί μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ δαίμονας, ἤξευρε ὅτι ἡ συνείδησίς σου, δέν θέλει παύση ἀπό τό νά σέ πολεμᾶ…».
Μόνον ὁ Χριστός, μπορεῖ, νά προσφέρῃ ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο τήν ἀληθινή εἰρήνη.
Ἀκόμη ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἐξασθενεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν ὑποδουλώνει στά πάθη καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Σατανᾶ. «Ὦ, τίς ἤττηται, τοῦτο καί δεδούλωται…» (Β’ Πετρ. β΄, 19). Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκληρή δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη καί τό διάβολο. Πόσο ὠραία παριστάνει αὐτή τήν πραγματικότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τά θεόπνευστα λόγια του:! «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν. ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’, 19).
Τήν ζεῖ τή δουλεία ὁ ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει. Ὑποφέρει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθῇ μόνος του. Πόσο ἁπλό π.χ. φαίνεται τό πάθος τοῦ καπνίσματος. Πόσο δύσκολο, ὅμως, εἶναι νά ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, πού ἄφησε τόν ἑαυτό του νά ὑποχωρήσῃ σέ αὐτή τήν ἀδυναμία, τήν ἀσθένεια. Προμηθεύς δεσμώτης, ἀλύτρωτος καταντᾶ.
Τό διακηρύσσει καθαρά ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας…», φυσικά καί τῶν συνεπειῶν της.
Γλυκάθηκε στήν ἀρχή μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἄσωτος, ἀλλά στή συνέχεια ἄφησε μόνιμη αἴσθησι στυφότητος καί πικρίας, ἡ ἁμαρτία. Μά αὐτή ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ρίζα πικρίας. Ὅπως γράφει ὁ Ζυγαβηνός «εἶναι κεράτια, κατά ἀναγωγήν αἱ ἡδοναί … Ὥσπερ ἐκεῖνα γλυκαίνουσιν ἐπί βραχύ τήν γεῦσιν, εἶτα στύφουσιν ἐπί πλεῖον, οὕτω καί αὗται τό μέν ἡδῦνον πρῶτον καί πρόσκαιρον ἔχουσι, τό δέ πικραῖνον ὕστερον καί αἰώνιον».
Ἡ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς εἶναι πρόσκαιρη, ἡ πικρότητα τῆς ὀδύνης μακροχρόνια καί αἰώνια. Γιατί ἄν δέν θεραπευθεῖ ἡ ἀσθένεια, θά ἔλθῃ ὁ θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος. Μή λησμονοῦμε ποτέ αὐτό πού ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μᾶς λέει: «Νά παύσωμεν τά κακά, νά κάμωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ».
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ τό Θεό, ζεῖ ζωή ἀληθείας, φωτός, ἀναγεννήσεως, μεταμορφωμένη ζωή, ἡ ὁποία τόν ἑνώνει μέ τόν Θεό καί τόν καθιστᾶ ἄξιο, νά ἀναστηθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί νά ζήσῃ αἰωνίως.
Ἡ ἁμαρτία, σάν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, τοῦ στερεῖ τό Θεό ἀλλά καί τήν ἀνάστασι ζωῆς, τήν αἰωνιότητα.
«Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς, θάνατος», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον παραμένει σ΄ αὐτή, ζῆ βίο νεκρό: «Νεκρός ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινά τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης», γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Ὅταν ζοῦμε στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, πού φέρει σέ μᾶς ζωή καί ἁγιασμό, νά ἀναπαύεται μέσα μας. Ζοῦμε χωρίς Θεό, χωρίς ζωή, καί ἄν φύγουμε ἀπό τή ζωή αὐτή ἀμετανόητοι, πορευόμαστε εἰς κόλασιν αἰώνιον. Τό διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. ζ΄, 23).
Ὁ ψυχικός αὐτός θάνατος εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀσθενείας πού φέρει ἡ ἁμαρτία, γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ στήν ἀποστασία, στήν παρακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, στήν ζωή τῶν παθῶν, μετά τόν σωματικό θάνατο, ὁδηγεῖται σέ χῶρο ἀπό τόν ὁποῖο, ἀπουσιάζει αἰωνίως ὁ Θεός, εἶναι ξένος ἀπό τή δόξα καί τήν μακαριότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Γράφει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Τόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν μᾶς ἀπομακρύνει μόνο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μᾶς ὁδηγεῖ καί σέ μεγάλη ἐντροπή καί ταπείνωσι. Καί ἀφοῦ μᾶς στερήσῃ τά ὑπάρχοντα ἀγαθά, μᾶς ἀφαιρῇ ἐντελῶς τήν παρρησία πρός τό Θεό…». «Ἡ ἁμαρτία εἶναι, (ὅπως λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος) μιά φοβερή τυραννία, ἕνα θανατηφόρο καρκίνωμα, θά προσθέσουμε, ἀπό τήν ὁποῖα μόνος ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη μέ τή μετάνοια».
Ὅμως προσοχή μεγάλη, ὀφείλουμε.
Ἐμεῖς πού ζοῦμε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐμεῖς πού ζοῦμε ὅπως λέμε ἐκκλησιαστική ζωή, μπορεῖ νά εἴμαστε κληρικοί, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, νά διακονοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας σέ διάφορες θέσεις, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βιώνουμε κάθε στιγμή τή μετάνοια καί ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ νά γινώμαστε ἁγιώτεροι, πολλές φορές δέν ἔχουμε τήν ἀληθινή γνῶσι, σχέσι, μέ τή μετάνοια, ἀπαξιώνουμε νά ἀσχοληθοῦμε, μέ τή μετάνοια.
Ὅταν ἀκοῦμε κηρύγματα μετανοίας, πρόσκλησι γιά μετάνοια, ἐλεγκτικά πνευματικά κηρύγματα, ἀναζητοῦμε τούς ἁμαρτωλούς, τούς ἐνόχους ἐκείνους, πού πρέπει νά μετανοήσουν…
Μετατοπίζουμε τήν ἁμαρτία στούς ἄλλους, γιατί ἐμεῖς δέν εἴμεθα «ὥσπερ οἱ λοιποί, οἱ ἁμαρτωλοί…».
Ἡ ἁμαρτωλότητα, ὑπάρχει στούς ἄλλους, καί ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία γιά τούς ἄλλους!!
Ἐμεῖς, κηρύττουμε γιά τή μετάνοια, μιλᾶμε μέ φλογερά κηρύγματα γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό μᾶς.
Φοβερό τό κατάντημά μας αὐτό!!!
Ἡ μετάνοια ὑπῆρξε πάντοτε ἀναγκαία, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους…
Δέν θά εἶναι ὑπερβολή, ἐάν σημειώσουμε ὅτι καί οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο ὅσοι ἐλάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ εἰδωλολάτρες, δηλαδή, αἰσθανόταν ἔστω συνεσκιασμένα τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας.
Βλέπουμε καί στούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη, αἰσθητή τήν ἀνάγκη νά ἐξιλεώσουν τό Θεό τους.
Ἔχουμε καί σ’αὐτούς ἐκδηλώσεις, ἀνάλογες πρός τή μετάνοια πού ἔδειχναν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ…
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς; Πῶς θά ἀπολογηθοῦμε στό Θεό μας, ἐμεῖς, πού ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, στήν ἐποχή τῆς χάριτος· Ἐμεῖς πού ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας;
Αὐτή τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου θέλησε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά ἱκανοποιήση μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας, πού προσφέρει.
Ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του τήν ἐξουσία, νά συγχωρῆ ἁμαρτίες, χωρίς κανένα περιορισμό.
Διάκρισι προσώπων ἤ παραβάσεων ἤ πλήθους ἁμαρτημάτων, δέν γίνεται καμμία. Ἀρκεῖ νά μετανοῆ ὁ χριστιανός εἰλικρινά καί ἀληθινά…
«Ὁ Θεός μας θέλει πάντας σωθῆναι…»
Θέλει ὅλοι νά ἐπστρέψουμε πρός Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, νά μᾶς ἀγκαλιάση μέ τήν πατρική ἀγάπη, νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, νά μᾶς σώση ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀναζήτησε τό χαμένο πρόβατο, καί ἀφοῦ τό βρῆκε, τό πῆρε στούς ὤμους Του καί τό ἐπανέφερε στόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης Του.
Γιά μᾶς φόρεσε τήν ἀνθρωπίνη φύσι ὁ Κύριος, καί ὅλους μας διά τῶν ἁγιαστικῶν μυστηρίων, θέλει νά μᾶς θεραπεύσῃ, νά μᾶς ἀναγεννήσῃ, νά μᾶς φέρει ὑγιεῖς καί ἀξίους στή δόξα τοῦ Παραδείσου, νά μᾶς κάνη πολίτας τοῦ οὐρανοῦ.
«Πόση ἄμετρη ἡ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ»! λέει ὁ ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἐγείρει αὐτόν πού παρέβη τήν ἐντολή Του, καί τόν ἐβλασφήμησε. Ὁ ἁμαρτωλός δέν εἶναι ἰκανός νά ἐννοήση τή χάρι τῆς ἀναστάσεώς Του. Αὐτή ἡ χάρι, πού μᾶς ἀνέστησε μετά τήν ἁμαρτία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τή χάρι ἡ ὁποία μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία.
«Ἐκατεδέχθη καί ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἀπό τά καθαρότατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, διά νά μᾶς κάμη νά ἔβγωμεν ἀπό τάς χείρας τοῦ διαβόλου καί νά μᾶς κάνη υἱούς καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, νά χαίρωμεν πάντοτε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί νά μή καιώμεθα εἰς τήν κόλασιν…». (Διδαχή Α΄, Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ».
(σ. 49) «Ὁ Πατέρας», λέει ὁ Μ.Βασίλειος, «ὅς στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδό μας ἀπό τήν πλάνη, μόνο νά ἐπιστρέψουμε θέλει, καί ἐνῶ θά εἶναι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξη θά πέση στόν τράχηλό μας καί θ’ ἀγκαλιάση μέ φιλικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισθεῖσα ἤδη ἀπό τῆς μετανοίας ψυχή μας.
Καί θ’ἀναγγείλει ἡμέρα εὐφροσύνης καί χαρᾶς στούς δικούς του, καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε τρόπο τήν σωτηρία μας».
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ Θεός μας. Θέλει νά ἐπιστρέψουμε πρός Αὐτόν, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ὥστε ὅλους καί ὁλοκλήρους νά μᾶς ἀγκαλιάση καί μᾶς ὁδηγήση στήν πατρική δόξα καί χαρά.
Γιά ὅλους μας, ἐκένωσε ἑαυτόν, γιά ὅλους μας ἄπλωσε τά χέρια Του στό Σταυρό, γιά ὅλους μας προσφέρει τήν Ἐκκλησία Του γιά νά μή μείνη κανείς, ἔξω τοῦ νυμφῶνος.
Ἀφοῦ «τά φάρμακα τῆς μετανοίας εἶναι ὠφέλιμα γιά ὅλους, ἐπειδή κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό ἁμαρτία, γίνεται φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μήν ἔχη ἀνάγκη ἀπό μετάνοια…», ὑπογραμμίζει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος.
Ἀπό τό Γεροντικό:
Ἕνας ἀδελφός ἔκανε συνεχῶς αὐτή τήν προσευχή στό Θεό:
- Κύριε, δέν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπόν κεραυνό ἤ καμμίαν ἄλλη τιμωρία ἤ ἀρρώστια ἤ διαμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σέ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.
***
Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
- Ξέρω πώς ἔχω πολύ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καί πώς εἶναι ἀναρίθμητα τά σφάλματά μου. Γι’ αὐτό καί δέν τολμῶ νά Σοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρέσεις. Ἄν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιά τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στή ζωή αὐτή, καί μή μέ κολάσεις στήν ἄλλη. Κι ἄν εἶναι καί τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καί ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τήν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπό τώρα νά μέ τιμωρεῖς. Ἀλλά τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μέ τήν ὀργή Σου, Δέσποτα.
Ἔτσι, λοιπόν, μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτά ἔλεγε μέ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καί ὁλόψυχα, λιώνοντας καί τσακίζοντας σῶμα καί ψυχή, μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί ἄλλες κακουχίες.
Μιά μέρα καθώς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καί φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπό τήν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.
Καί νά ! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ λέει μέ φωνή γεμάτη ἱλαρότητα:
- Τί ἔχεις, ἄνθρωπέ μου; Γιατί κλαῖς ἔτσι;
- Γιατί ἔπεσα, Κύριε!
- Ἔ, σήκω!
- Δέν μπορῶ, Δέσποτα, ἄν δέν μοῦ δώσεις τό χέρι Σου!
Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι Του, ἔπιασε τόν ἀδελφό καί τόν σήκωσε.
Μά κι ὅταν αὐτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεῖ.
- Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου; Γιατί εἶσαι λυπημένος; Τοῦ ξαναλέει ὁ Κύριος μέ ἁπαλή καί ἱλαρή πάλι φωνή.
- Δέν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω καί νά λυπᾶμαι, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, πού τόσο πολύ Σέ πίκρανα, ἄν καί ἀπόλαυσα τόσα ἀγαθά ἀπό Σένα;
- Μή λυπᾶσαι πιά. Γιατί ἄν ἔδωσα τό αἷμα μου γιά σένα, πολύ περισσότερο θά δώσω συγχώρηση καί σέ σένα, καί σέ κάθε ἄλλη ψυχή πού γνήσια μετανοεῖ.
- Μόλις συνῆλθε ὁ ἀδελφός ἀπό τήν ὀπτασία, ἔνιωσε τήν καρδιά του γεμάτη χαρά. Ἔτσι πληροφορήθηκε πώς ὁ Θεός τόν ἐλέησε. Κι ἀπό τότε ζοῦσε μέ πολλή ταπείνωση, εὐχαριστώντας Τον.
Ἀνυπακούουμε, ἀσεβοῦμε, περιφρονοῦμε τόν Θεό μας, ἀπαξιοῦμε τήν πατρική Του ἀγάπη, τή θυσία Του τήν σταυρική, τήν φωτεινή καί ἁγιαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἀμελοῦμε ἤ περιφρονοῦμε τήν μετάνοια.
«Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστορφή πρός τό Χριστό καί πρός τό βίο τόν σύμφωνο μέ τό θέλημά Του», λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί συνεχίζει: «Ἄν λοιπόν κανείς διαπράξη τήν θανατηφόρο ἁμαρτία, τήν ἀποστραφῆ δέ ἀπό ψυχῆς, καί ἐπιστρέψη πρός τόν Κύριο, ἄς ἔχει θάρρος καί μεγάλη ἐλπίδα, διότι δέν θά ἀστοχήση ἀπό τήν ἀίδιο ζωή καί σωτηρία…».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τό παράδειγμα μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναικός, ἡ ὁποία ἐνῶ κατεῖχε τά πρωτεῖα τῆς ἁμαρτίας, ξαφνικά ἄλλαξε τρόπο ζωῆς. «Διότι, μετενόησε, ἀπέσπασε τή χάρι τοῦ Θεοῦ… καί ἔτρεξε πρός τόν οὐρανό. Μολονότι δέν ὑπῆρχε τίποτε πιό αἰσχρό ἀπό αὐτήν, ὅμως μέ τήν (ἀληθινή της μετάνοια) καί τήν ὑπερβολική της ἐγκρά-τεια, ξεπέρασε πολλές. Καί ἀφοῦ ἐνδύθηκε τό σάκκο τῆς μετανοίας, ἔζησε ὅλο τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της ἀσκουμένη… Καί ἀφοῦ καταξιώθηκε τῶν ἀπορρήτων Μυστηρίων, δηλαδή τῆς θείας Κοινωνίας, καί ἐπέδειξε ζῆλο ἀντάξιο τῆς Θείας Χάριτος, ἔτσι τελείωσε τή ζωή της».
Πόσα τέτοια γεγονότα ζήσαμε στή διακονία τῆς Ἐξομολογήσεως!!!
«Ἀδελφέ μου», λέει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἥξευρε ὅτι ἡ μετάνοια κατά τόν Θεῖον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν εἶναι μία ἐπαναστροφή ἀπό τόν διάβολο πρός τόν Θεόν, ἡ ὁποία γίνεται μέ πόνον καί ἄσκησιν.
Λοιπόν καί σύ, ἐάν θέλης νά μετανοήσης καθώς πρέπει χρεωστεῖς νά ἀφήσης τόν διάβολον καί τά ἔργα τά διαβολικά καί νά ἐπαναγυρίσης πρός τόν Θεόν, καί τήν κατά Θεόν πολιτείαν, νά ἀφήσης τήν ἁμαρτίαν ὅπου εἶναι παρά φύσιν καί νά ἐπαναγυρίσης εἰς τήν ἀρετήν, ὅπου εἶναι κατά φύσιν…».
Ὅσο καί ἄν εἶναι τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας μεγάλο, οἱ ἁμαρτίες μας δέν μποροῦν νά νικήσουν τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μας.
«Ἀκόμη καί σέ θανάσιμη ἁμαρτία καί ἄν πέση κανείς, ὁ Κύριος μέ ἀγάπη θά τήν ἀπαλείψη», ὑπογραμμίζει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
(Γέρων Ἐφραίμ προηγούμενος Φιλοθέου).
«Αὐτό κάνει ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός ἐπιστρέψει κοντά Του. Τόν καθαρίζει, τόν πλένει, τοῦ δίνει τήν πρώτη στολή τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ δίνει τήν υἱοθεσία καί τόν ἀξιώνει τῆς Βασιλείας Του· ὅλα δωρεάν. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος, δέν τοῦ ζήτησε λογαριασμό οὔτε τόν ἐπέπληξε οὔτε τοῦ ζήτησε εὐθύνες. Ἀρκεῖ πού ἐπέστρεψε· αὐτό, τοῦ ἔφθανε τοῦ Πατέρα.
Ἔτσι καί κάθε ἁμαρτωλός πού θά ἐπιστρέψει. Μόνο νά πεῖ τό ἥμαρτον, νά ἀφήσει εἰλικρινά καί ἀμετάκλητα τά
ἁμαρτήματά του, νά καταλάβη τά λάθη του καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα εἶναι λυμένα».
Ἀλήθεια πῶς θά βροῦμε ἔλεος, ἀγαπητοί, ἄν περιφρονήσουμε τέτοια ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ μας καί τό τόσο μεγάλο καί σωτήριο δῶρο, τή μετάνοια;
Τί λόγο θά δώσουμε ἔπειτα στόν Κύριο, ἄν ἀμελοῦντες τή μετάνοια, πλησιάζουμε ἀκάθαρτοι στό ἅγιο Ποτήριο;
«Ἀνίσως καί ἡμεῖς θέλωμεν νά ὠφεληθῶμεν ἀπό τά Ἄχραντα Μυστήρια ὡσάν τούς ἔνδεκα Ἀποστόλους τούς καλούς, καί νά μή βλαφθῶμεν ὡσάν τόν Ἰούδαν τόν κακόν, νά ἐξομολογούμεθα καθαρά καί νά κοινωνῶμεν μέ φόβον καί τρόμον καί εὐλάβειαν καί τότε νά φωτιστῶμεν…
Εἰ δέ καί πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, ἀμετανόητοι, μεμολυσμένοι μέ ἁμαρτία καί τολμῶμεν νά μεταλαμβάνωμεν τά Ἄχραντα Μυστήρια, βάζομεν φωτιά καί καιόμεθα». (Ἅγ. Κοσμᾶς).
Χωρίς μετάνοια, οὔτε τό Θεό μας μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί νά δοῦμε, ἀφοῦ «οἱ καθαροί τόν Θεόν ὄψονται» οὔτε στά μυστήρια νά πλησιάσουμε ἀξίως, οὔτε στόν Παράδεισο νά φθάσουμε…
Ποτέ δέν πρέπει ἔπειτα νά φέρουμε στό νοῦ μας τό λογισμό τῆς ἀναβολῆς τῆς μετανοίας.
Σκεπτώμαστε καί λέμε: Ἄς ἁμαρτήσουμε τώρα… καί ἀργότερα μετανοοῦμε… ἤ ἔχουμε καιρό νά μετανοήσουμε…
Εἶναι γραμμένο πώς «Θεός οὑ μυκρητίζεται, δηλαδή, ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται. Κι εἶναι ἀλήθεια ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ νά παραδινόμαστε στήν ἁμαρτία, ἐπειδή ξέρομε πώς ὑπάρχει μετάνοια. Γιατί εἶναι πολλοί πού λένε: – κάνω σήμερα τήν ἁμαρτία κι αὔριο μετανοῶ. Αὐτός εἶναι πονηρός λογισμός πού δέν τόν δέχεται ὁ Θεός· δέν συνθηκολογεῖ μαζί μας ὁ Θεός ὅταν εἶναι νά ἁμαρτήσουμε.
Ἀλλά τάχα κι ἔχουμε στά χέρια μας τόν καιρό γιά νά μετανοήσουμε; Ὅσοι κάνουν αὐτό τόν πονηρό λογισμό μεταθέτουν τήν μετάνοια πιό πέρα ἀπό τό βίο τους. Δέν προφταίνουν νά μετανοήσουν καί πεθαίνουν ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν…». Ἀλλά τέτοιο πράγμα ἐμεῖς νά μή τό πάθουμε, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γράφει σχετικά ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Καί αὐτοί ὁποῦ πρότερον ἔλεγον: Ἄς ἁμαρτήσω τώρα καί ἔπειτα θέλω ἐξομολογηθῆ, θέλω μετανοήσει, καταντοῦν εἰς ἕνα βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φθάσουν εἰς τό βάθος τῶν κακῶν, δέν θέλουν πλέον νά μετανοήσουν, νά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἄν τύχη καμμίαν φοράν νά θελήσουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦν, διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις εἰς αὐτούς, καί ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσάν φύσις καί ἐσκλήρυνεν ὡσάν πέτραν τήν καρδίαν των, καί τήν ἔκαμεν ἀναίσθητον καί ἀνεπίδεκτον μετανοίας καί διορθώσεως. Καί οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι ἀδιόρθωτοι, καί ἀμετανόητοι…».
Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ἕνας νέος ζοῦσε μέσα στήν ἀκολασία. Ἐλεγχθείς ἀπό τούς γονεῖς του, τούς καλούς συγγενεῖς του καί τόν πνευματικό του, ἀπεφάσισε νά σπάση τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά λυτρωθῆ μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησι…
Συγκεντρώνοντας τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του, τά ἔγραψε σέ ἕνα χαρτί…
Δέν συγκλονίστηκε, ὅμως, δέν ἔζησε τήν συντριβή καί τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν ἀπόφασι τήν ἀμετάκλητη, τῆς ἐπιστροφῆς.
Πῆρε τό δρόμο γιά τόν πνευματικό, ἀλλά δυστυχῶς βαδίζοντας πέρασε κοντά ἀπό τό σπίτι ὅπου ἁμάρτανε…
Νικημένος ἀπό τόν λογισμό του εἶπε: Ἄς πάω νά ἁμαρτήσω μία ἀκόμη φορά καί μετά θά πάω νά ἐξομολογηθῶ στόν πνευματικό. Δυστυχῶς διέπραξε καί πάλι τήν ἁμαρτίαν…
Ἐξερχόμενος, ὅμως, ἀπό τό σπίτι τῆς ἀνομίας, συνάντησε τόν συνεραστή τῆς πόρνης γυναικός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπετέθη καί τόν ἐφόνευσε…
Ἐκείνοι πού πῆραν τό λείψανό του νά τό ἐνταφιάσουν, βρῆκαν τό χαρτί μέ τά ἁμαρτήματά του.
Τί κι ἄν τά ἔγραψε; Δέν ἔζησε τήν μετάνοια. Ἔφυγε γιά νά μήν ἀναστηθῆ καί ζήση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Λέει ὁ ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σῦρος:
«Ἀδελφοί, ὁ τωρινός καιρός, εἶναι καιρός γιά μετάνοια. Μακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἔπεσε καθόλου στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιά μένα, κι ἐκεῖνος, πού ἔπεσε στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ, , ἀλλά κατόρθωσε νά τά σκίσει καί νά τοῦ ξεφύγει, ὅσο βρίσκεται στήν παρούσα ζωή.
Αὐτός ζῶντας ἀκόμη σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπό τόν πόλεμο γιά νά σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τό ψάρι ἀπό τό δίχτυ. Γιατί τό ψάρι καί νά πιαστεῖ, ἄν σκίσει τό δίχτυ καί ὁρμήσει πρός τό βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στό νερό, σώζεται…
Ἄν ὅμως τό τραβήξουν στή στεριά τότε πιά, δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅσο εἴμαστε σ’αὐτή τή ζωή, ἔχουμε πάρει τή δύναμι καί τήν ἐξουσία ἀπό τό Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τίς ἀλυσίδες τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νά πετάξουμε τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τή μετάνοια καί νά σωθοῦμε, κερδίζοντας τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄν ὅμως μᾶς προφτάσει τό φοβερό ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἄν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα καί τό σῶμα μπεῖ στόν τάφο, τότε δέν μποροῦμε πιά νά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας – ὅπως συμβαίνει καί μέ τό ψάρι, πού τό τράβηξαν ἀπό τό νερό καί τό ἔκλεισαν μέσα σέ δοχεῖο…
Ἀδελφέ μή πεῖς, σήμερα ἁμαρτάνω καί αὔριο μετανοῶ, γιατί δέν ἔχεις σιγουριά. Στόν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιά τό αὔριο».
Παραγγέλλει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος: «Γέρων εἶ, καί πρός ἐσχάτην ἀπήντησας ἔξοδον; Μή νομίσης μηδέ οὕτως ἐκπεπτωκέναι μετανοίας, μηδέ ἀπογνῶς τῆς σωτηρίας τῆς σεαυτοῦ.
Νέος εἶ, μή θαρσήσης τῇ νεότητι, μηδέ νομίσης ἰκανήν ἔχειν προθεσμίαν ζωῆς. Ἡ γάρ ἡμέρα Κυρίου, ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται…».
«Ἰδοῦ καιρός μετανοίας καί καθαρᾶς ἐργασίας. Ἐπεργάζου τά ἔργα, φεῦγε τό σκότος τῶν παθῶν, τόν ὕπνον ἐκδίωξον τῆς κακίστης ραθυμίας ψυχή μου, ὅπως γένης θείου φέγγους κοινωνός». (Ὄρθρος Τρίτης α΄Ἦχος).
Ὅλα αὐτά, τά ἁπλά βέβαια, μᾶς ὑπογραμμίζουν τό πόσο ὅλοι κάθε στιγμή ὀφείλουμε νά καλλιεργοῦμε τήν προσωπική μας μετάνοια…
Θυμᾶμαι ἕναν ἅγιο γέροντα μοναχό, πρότυπο βέβαια ὁσιότητος καί ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Νέοι ἐμεῖς τόν πλησιάσαμε καί τόν παρακαλέσαμε νά μᾶς πῆ λόγον ὠφέλιμο.
Καί ἐκεῖνος μέ πολύ ταπείνωσι μᾶς ἀπάντησε: «Σᾶς παρακαλῶ παιδιά μου προσεύχεσθε, νά βάλω ἀρχή μετανοίας».
(π. Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής):
«Βάζε μετάνοιαν συνεχῶς ὅταν σφάλης, καί μή χάνης καιρόν. Καθότι, ὅσον ἀργεῖς νά ζητήσης συγχώρησιν, τόσον δίδεις ἄδειαν εἰς τόν πονηρόν νά ἁπλώνη μέσα σου ρίζες. Μήν τόν ἀφήνης νά κάμη νεῦρα εἰς βάρος σου».
Αὐτήν τήν ἀρχή τῆς μετανοίας, τήν συνεχῆ μετάνοια, ὅλοι μας, ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, χωρίς ἀναβολή, ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν προτροπή του γιά μετάνοια δέν ξεχωρίζει κανέναν. Ὅλους καλεῖ νά μετανοήσουν. Καί τούς λαϊκούς καί τούς κληρικούς, προτρέπει νά μετανοήσουν, καί γιά τόν ἑαυτό τοῦ μιλάει, ὅτι ἔχει ἀνάγκη μετανοίας. Πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιεῖ.
«Πότε θά μετανοήσωμεν;» λέει.
Ποιός ἀπό μᾶς ἀγαπητοί καί ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά πῆ ὅτι δέν ἔχει ἁμαρτία;
«Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστιν ἐν ἠμῖν» (Α’ Ἰωαν. α’, 8).
«Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. (Ρωμ. γ’ 23).
Ὅλοι μας εἴμαστε υἱοί τοῦ Ἀδάμ. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Γιατί ὅλοι μας ὀφείλουμε νά ἐπιτύχουμε χωρίς ἀμφισβήτησι τόν προσωπικό μας ἁγιασμό.
«Τοῦτο γάρ ἐστί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ἠμῶν». (Α’ Θεσ. δ’ 3).
Χωρίς ἁγιασμό κανείς μας δέν θά μπορέση νά συναντήση καί νά ζήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τόν ἁγιασμό, «οὐδείς ὄψεται τόν Κύριο».
Μέ τήν παραβολή τῶν Βασιλικῶν Γάμων, μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος πώς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μή ἔχων ἔνδυμα γάμου, ἄρα καθαρότητα, ἀρετές, ἁγιασμό, θά ἐκδιωχθῆ ἀπό τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…
Χωρίς μετάνοια, ἁγιασμός δέν κατορθώνεται.
Τό ἀναλογιζώμαστε αὐτό;
Τώρα νά ζοῦμε, ὅπως λέμε, μέσα στήν Ἐκκλησία, νά ἀσχολούμαστε μέ τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, νά μᾶς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά μᾶς συμβουλεύονται ἀκόμη γιά πνευματικά θέματα, νά χαιρώμαστε τίς ἀνέσεις μας, τά ἀγαθά μας, ἀλλά καί τίς ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις, καί τήν μεγάλη ἐκείνη καί φοβερά ἡμέρα τῆς ἀδεκάστου κρίσεως, νά ἀκούσουμε ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου μας τό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καί τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον»; (Ματθ. κε’, 41).
Καί αὐτά ὅλα γιά τήν ἀμετανοησία μας;
Φανταζώμαστε τί φοβερό θά εἶναι ἐμεῖς οἱ κληρικοί νά ἀκούσουμε αὐτά τά ἐπιτιμητικά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐπειδή δέν μετανοοῦμε;
Ἅς θυμηθοῦμε τήν φοβερή προφητεία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ «οἱ κληρικοί θά γίνουν χειρότεροι καί ἀσεβέστεροι ὅλων».
«Τόν παλαιόν καιρόν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά παιδεύσουν κανέναν ἄνθρωπον, ἔκαναν ὅρκον καί ἔλεγαν, νά δώση ὁ Θεός νά τόν βάλη μέ τούς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰ.»
Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς: «διά τοῦτο ἀδελφοί μου εἶναι δύσκολον τήν σήμερον ἡμέραν νά σωθοῦν Πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς. Διά τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ἅγιοι Ἱερεῖς, τώρα πού ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε ἵνα σωθῆτε…».
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς ὅταν αὐτά λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε -συγχωρήσατέ με – τά ἐγκόλπια, οὔτε οἱ μίτρες, οὔτε οἱ κολακεῖες δέν θά συνηγοροῦν τότε, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἡ ἀληθινή, ἡ εἰλικρινής, ἡ συνειδητή μας μετάνοια…
(Ἀββᾶς Ἰσαάκ Σῦρος, Μετάνοια «ἰσόβια»):
«Ἐφ’ ὅσον ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καί κανένας δέν μπορεῖ νά ξεφύγει τούς πειρασμούς, ἄρα, καμμία ἀπό τίς ἀρετές, δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τή μετάνοια. Γι’ αὐτό καί ποτέ δέν τελειώνει τό ἔργο τῆς μετανοίας. Ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ὅλοι ὅσοι ποθοῦν νά πετύχουν τή σωτηρία, πάντοτε χρειάζονται τή μετάνοια, ὅλοι, καί αὐτοί πού προχώρησαν σέ τελειότητα. Γιατί δέν ὑπάρχει ὄριο τελειώσεως. Καί τῶν τελείων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ καιρούς καί σέ ἔργα. Εἶναι ἰσόβια, Μέχρι τό θάνατο».
Ὄχι, λοιπόν, αὔριο, ὄχι ἀργότερα, ἀλλά τώρα αὐτή τή στιγμή εἰ δυνατόν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, σωτήριο ἀπόφασι ἄς πάρουμε, νά ἀρνηθοῦμε τήν ἁμαρτία, νά ἀγαπήσουμε τό Χριστό μας, νά ζήσωμε τήν ὑπακοή στό Εὐαγγέλιο, νά ζητοῦμε συνεχῶς τό ἔλεός Του, νά μιμούμαστε τούς ἁγίους μας, νά πορευώμαστε πρός τά αἰώνια.
«Στόν μέλλοντα αἰῶνα, δέν θά κολασθοῦμε ἐπειδή ἁμαρτήσαμε, οὔτε θά κατακριθοῦμε γι’ αὐτό· ἐπειδή ἔχουμε φύσι τρωτή καί ὑφίσταται μεταβολές καί ἀλλοιώσεις. Ἀλλά θά κολασθοῦμε καί θά κατακριθοῦμε γιατί, ἐνῶ ἁμαρτήσαμε, δέν μετανοήσαμε, δέν ἀποστραφήκαμε τούς δρόμους τῆς πονηρίας, γιά νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο, ἐνῶ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ ἐξουσία καί χρόνος μετανοίας.
Καί νά προσευχόμαστε θερμά. Θερμά νά προσευχόμαστε νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐνισχύη, νά μᾶς ὁδηγῆ ὁ Κύριος στήν εἰλικρινῆ μετάνοια».
Ἔλεγε ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας Παΐσιος: «Νά μή ζητᾶ κανείς ἀπό τό Θεό οὔτε φώτα οὔτε χαρίσματα, παρά μετάνοια. Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευματική ζωή».
Θά τελειώσω μέ τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εἰς τήν μετάνοιαν σᾶς προσκαλῶ μέ τόν παρόντα λόγον, ὅλους μικρούς καί μεγάλους, ἱερωμένους καί λαϊκούς, εἰς τήν μετάνοιαν ἄς προστρέξωμεν, ἀδελφοί ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί γέροντες∙ εἰς τάς ἀγκάλας τῆς μετανοίας ἄς καταφύγωμεν ὅλοι, ὅλοι χωρίς νά ἐξαιρεθῇ κανείς∙ διατί ἄλλη ἀρετή δέν δύναται νά μᾶς φιλιώσῃ μέ τόν Θεόν ἡμᾶς ὅλους, ὅπου μίαν φοράν ἡμαρτήσαμεν, πάρεξ ἡ μετάνοια. Ὅλοι φωνάζομεν πρός τόν Θεόν· Κύριε ἐλέησον».
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ἔχει νά μᾶς ἐγκαλέσῃ, νά μᾶς κατακρίνῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως διότι δέν ἐθεολογήσαμεν, ἤ δέν ἐκάμαμεν θαύματα, ἤ δέν ἐγενήκαμεν θεωρητικοί…Ὄχι. Ἀλλά διατί δέν ἐμετανοήσαμεν…
Διά τοῦτο ἁμαρτωλοί σύντροφοι ἐδικοί μου, ἄς φωνάξωμεν πάντοτε πρός τόν Θεόν τάς κοινάς ἐκείνας τῆς Ἐκκλησίας δεήσεις: «Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου καί Ἐπουράνιε Βασιλεῦ, ἡμᾶς ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει παρέλαβε ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Ἀγαπητοί,
Ὅλοι μας ζοῦμε τήν δοκιμασία τῆς Πατρίδος μας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ Πατρίδα μας, οἱ ἀξίες μας, τά ἰδανικά μας δοκιμάζονται. Κίνδυνοι πανταχόθεν περίζωσαν τήν Ἑλλάδα.
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός.
Τώρα ἰδιαιτέρως εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάνοιά μας. Ἡ εἰλικρινής μετάνοια ὅλων τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Γιά νά μή μᾶς ὀργισθῆ ὁ Κύριος, γιά νά σκεπάση καί σώση το γένος μας. Ἀμήν.
*Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Ε.ΡΩ. στήν Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 2011
πηγή