π. Ι. Ρωμανίδης
Το δόγμα
δεν διατυπώνεται από φιλοσόφους και ηθικολόγους ούτε από συντηρητικούς
για να δεσμεύουν τους ανθρώπους, αλλά από Αγίους Πατέρες που είχαν
εμπειρία της Ακτίστου δόξης του Θεού και διατυπώνεται με σκοπό να
αντιμετωπίσουν τους αιρετικούς και να οδηγήσουν τους πιστούς στην θέωση.
Έτσι, το δόγμα συνδέεται στενά με την εμπειρία της Θεώσεως των θεοπτών
Αγίων.
Η υποδομή
του δόγματος είναι η εμπειρία των Αγίων. Έτσι, με την αποδοχή των
δογμάτων και με την επικοινωνία με θεουμένους Αγίους και τα συγγράμματα
τους κληρονομούμε την εμπειρία τους και όχι απλώς τα λόγια τους και τους
όρους που εκείνοι θέσπισαν.
«Η
ερμηνευτική των Πατέρων δεν βγαίνει μόνο από τα γράμματα που διάβασαν,
βγαίνει και από την εμπειρία τους. Γι’ αυτό και όταν μιλάνε για δόγματα,
δεν μιλάνε μόνο ερμηνευτικά πάνω σε κείμενα, μιλάνε και από την εμπειρία
τους, όπως ένας αστρονόμος, που, όταν διδάσκη, δεν μιλάει μόνο από
βιβλία αστρονομικά, αλλά βλέπει και από το τηλεσκόπιο, εξακριβώνει και
από το τηλεσκόπιο αυτά που είναι γραμμένα στα βιβλία. Μάλιστα, το
τηλεσκόπιο είναι πιο σπουδαίο από τα βιβλία. Έτσι και στην πατερική
θεολογία, πιο σπουδαίο και από τα βιβλία είναι ο νους των φωτισμένων.
Όταν ο νους βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού, είναι σαν τον αστρονόμο που
βλέπει από το τηλεσκόπιο. Είναι δηλαδή η εμπειρία του δόγματος. Δεν
είναι μόνο το δόγμα που κληρονομήσαμε εμείς. Έχει εμπειρία το δόγμα. Το
ίδιο γίνεται και στους αιρετικούς. Όταν ο Άρειος λέη ανοησίες ή ο
Νεστόριος, δεν μιλάνε μόνο από βιβλία, μιλάνε και από την (εσφαλμένη)
εμπειρία τους, διότι κάνει βίωμα το δόγμα, όπως κάνει οποιοσδήποτε
σημερινός άνθρωπος των θετικών επιστημών».
Οι Άγιοι
Πατέρες διατύπωσαν την εμπειρία της Θεώσεως και, επειδή είχαν την ίδια
αποκάλυψη, γι’ αυτό και, όταν συναντήθηκαν σε Οικουμενικές Συνόδους,
συμφώνησαν και στην διατύπωση.
«Στα
χρόνια της διατυπώσεως των δογμάτων υπήρχε ταυτότητα των Πατέρων με την
εμπειρία. Οπότε, ομιλούντες οι Πατέρες εκ της ιδίας αυτών εμπειρίας,
μπορούσαν εύκολα να συμφωνήσουν και στην διατύπωση. Ήταν εύκολο. Δεν
ήταν δύσκολο.
Αλλά η δυσκολία τι ήταν; Η δυσκολία ήταν, όχι η διατύπωση, αλλά η
διατύπωση κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ερμηνευθή αιρετικά. Αυτό ήταν
το πρόβλημα των Πατέρων».
Το ότι τα
δόγματα είναι διατύπωση της εμπειρίας της Θεώσεως των Αγίων είναι η μια
πλευρά του θέματος αυτού, η άλλη πλευρά είναι ότι τα δόγματα οδηγούν
στην θέωση αυτούς που τα αποδέχονται και γίνονται βίωμα τους.
«Εφ’
όσον ο σκοπός της θεολογίας είναι η κάθαρση και ο φωτισμός του νου και
το δόγμα είναι η έκφραση αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, τότε το δόγμα
είναι αλάθητο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι είναι η έκφραση της
εμπειρίας της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της
Εκκλησίας.
Αλλά, το δόγμα που είναι η έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως, δεν το
ξέρουμε μόνο ως δόγμα, το ξέρουμε και ως βίωμα των Αγίων της Εκκλησίας,
οποιουδήποτε φθάνει στην ίδια εμπειρία της Θεώσεως. Έχουμε το δόγμα, που
είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως και μετά έχουμε το δόγμα που
γίνεται βίωμα σε αυτούς που φθάνουν στην θέωση».
Συνεπώς
το δόγμα είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως και οδηγός προς την
θέωση.
«Τίποτε
άλλο δεν μπορεί να ονομασθή θεολογία από Ορθοδόξου απόψεως. Και το μόνο
πράγμα που μπορεί να ονομασθή δόγμα στην Ορθόδοξη παράδοση, είναι η
έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως, το οποίο δόγμα, που είναι η έκφραση,
είναι κι ο οδηγός στην εμπειρία, όπως ακριβώς συμβαίνει στις θετικές
επιστήμες, που η προηγουμένη εμπειρία, η περιγραφή και η έκφραση, οδηγεί
στην επανάληψη της εμπειρίας στους μαθητές. Και αυτός ο κύκλος που
έχουμε στις θετικές επιστήμες, είναι αυτός ο κύκλος που έχουμε στην
πατερική παράδοση».
Αυτό
σημαίνει ότι η Ορθόδοξη θεολογία διαγράφει έναν κύκλο, από την άποψη ότι
αρχίζει από την αποκάλυψη που έχουν οι θεόπτες, στην συνέχεια αυτή η
θεοπτική εμπειρία διατυπώνεται όσο είναι δυνατόν στα ανθρώπινα δεδομένα,
με σκοπό να οδηγήση αυτούς που την δέχονται στην βίωση της αποκαλύψεως.
Με αυτήν την έννοια λέμε ότι τα δόγματα συνδέονται με την θεραπεία των
ανθρώπων.
«Αυτή
είναι η ουσία της Ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας. Όλα τα Ορθόδοξα
δόγματα εκπηγάζουν από αυτήν την εμπειρία, διότι αυτή είναι η αποκάλυψη,
εκπηγάζουν από αυτήν την εμπειρία και ως σκοπό έχουν να οδηγήσουν τον
άνθρωπο σε αυτήν την εμπειρία. Αρχίζουμε με την εμπειρία αυτή και
τελειώνουμε σε αυτήν την εμπειρία.
Οπότε, η Ορθόδοξη θεολογία έχει μορφή κυκλική. Από όπου πιάσεις τον
κύκλο, είσαι πάντοτε πάνω στον κύκλο. Αρχίζουμε και τελειώνουμε με αυτή
την διάγνωση και την θεραπεία. Οπότε, το κριτήριο της Ορθοδοξίας τι
είναι; Δεν είναι το δόγμα ως τυπικό φαινόμενο, δηλαδή το να λέμε:
Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα ποιητήν ουρανού και γης… Και
ξέρω γω τι άλλο, να τα λέμε χύμα όλα τα δόγματα, να λέμε περί Πρώτης
Οικουμενικής Συνόδου, Δευτέρας, Τρίτης, κλπ., κλπ.
Το κριτήριο της Ορθοδοξίας τι είναι; Είναι η διδασκαλία η οποία κάμει
την σωστή διάγνωση της καταστάσεως του ανθρώπου, εφαρμόζει την σωστή
θεραπεία και οδηγεί τον άνθρωπο από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον
φωτισμό στην θέωση. Αυτό είναι το κριτήριο του Ορθοδόξου δόγματος.
Οπότε, το Ορθόδοξο δόγμα έχει ως σκοπό την θεραπεία του ανθρώπου και την
διαφύλαξη των πλαισίων μέσα στα οποία γίνεται αυτή η θεραπεία».
Έτσι, τα
δόγματα δεν έχουν σκοπό να γραφούν απλώς σε βιβλία και να κλεισθούν σε
βιβλιοθήκες, αλλά να γίνουν προσωπική εμπειρία, βίωμα. Άλλωστε, αυτό
γίνεται σε όλες τις επιστήμες, όπως π. χ. στην ιατρική. Σπουδάζουμε την
ιατρική επιστήμη για να μπορούμε να θεραπεύσουμε τους αρρώστους. Οπότε,
δεχόμαστε εγκεφαλικά τα δόγματα, προκειμένου στην συνέχεια να γίνουν
βίωμα.
«Ο
θεούμενος, που έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, είναι σε
κατάσταση θεωρίας και εργάζεται η προσευχή μονολογίστως μέσα στην καρδιά
του, έχει γίνει αυτός κάτοχος της αληθείας. Αυτή η αλήθεια θα τον
ελευθέρωση· όχι η
δογματική αλήθεια που στήνουμε μέσα στο ντουλάπι μας και προσκυνάμε τα
Ορθόδοξα δόγματα, δηλαδή, δεν είναι αυτή η αλήθεια που σώζει.
Εμείς τώρα πιστεύουμε ότι έχουμε τα δόγματα -η Α' Οικουμενική Σύνοδος
διδάσκει η Β΄, η Γ', η τάδε- κι αυτές είναι δογματικές διδασκαλίες της
Εκκλησίας και έχουμε την αντίληψη ότι η αλήθεια θα μας σώση· σημαίνει ότι πρέπει να δεχθούμε όλα τα δόγματα των Οικουμενικών
Συνόδων ως κάτι το εξωτερικό από τον εαυτό μας, για να μπορούμε να
είμαστε ελεύθεροι και να έχουμε την σωτηρία. Αυτή είναι μια φράγκικη
αντίληψη περί αποδοχής των δογμάτων.
Στην Ορθόδοξη πίστη -γι’ αυτό άμα θέλετε, θα βρήτε πολλά στον Συμεών τον
Νέο Θεολόγο- το δόγμα πρέπει να γίνη βίωμα. Το δόγμα πρέπει να είναι
εμπειρία. Και πρέπει κανείς εμπειρικά να μάθη το δόγμα. Πρώτα δέχεται το
δόγμα έτσι εγκεφαλικά, ως μάθημα, κι αφού το αποδεχθή, πρέπει να
μετατραπή το μάθημα αυτό σε εμπειρία. Πρέπει το δόγμα να γίνη βίωμα.
Ακριβώς όπως γίνεται στις θετικές επιστήμες. Σπουδάζω ιατρική επιστήμη,
παίρνω τα πρώτα μαθήματα στο πρώτο έτος, πρωτοετής που είμαι, σπουδάζω
το ένα και το άλλο, τα προκαταρκτικά, μετά φθάνω στο σημείο που πάω για
κάποια ειδικότητα, πάω να γίνω παθολόγος κλπ, εννοείται θα γίνη
προεργαστήριο.
Για να γίνω γιατρός πρέπει να πάω στο νοσοκομείο να δουλέψω, να εξασκηθώ
και τα δόγματα της ιατρικής επιστήμης πρέπει να γίνουν βιώματα και όταν
γίνουν βιώματα είμαι γιατρός πλέον. Γι’ αυτό δεν είναι απλώς να δεχθούμε
τα δόγματα, αλλά τα δόγματα να γίνουν βιώματα, και όταν τα δόγματα
γίνουν βιώματα, γίνεται κανείς θεολόγος, θεραπευτής κ.o.κ., και
τοποθετείται σωστά μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας και της θεολογικής
θεραπευτικής».
«Το
λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος σαφώς. Επί λέξει το λέει:
Βίωμα-δόγμα-βίωμα. Χρησιμοποιεί αυτά τα ονόματα».
Κανονικά
οι Κληρικοί, ιδίως οι Επίσκοποι, πρέπει να γνωρίζουν εμπειρικά τις
αλήθειες της Εκκλησίας. Η αρχαία Εκκλησία πρόσεχε πολύ το θέμα αυτό.
Όμως, αν δεν εύρισκε Κληρικούς που να έχουν προσωπική εμπειρία της
Πεντηκοστής, για να γίνουν Επίσκοποι, τότε αναζητούσε τουλάχιστον
Κληρικούς που να γνωρίζουν τα δόγματα της Εκκλησίας και με αυτά να
καθοδηγούν το ποίμνιο.
«Πάμε
στην εποχή του Συμεών του Νέου Θεολόγου και μας λέει τώρα, ότι, επειδή
δεν ήταν εύκολο να βρούμε ανθρώπους υποψηφίους επισκόπους, οι οποίοι να
έχουν κάνει τα δόγματα βιώματα, γι’ αυτό εισήχθη ο λίβελλος, δηλαδή
αυτές οι τρεις ομολογίες πίστεως, που κάνει σήμερα ο δεσπότης, όταν
χειροτονήται. Κάνει την ερμηνεία του Συμβόλου της Πίστεως και μετά
χειροτονείται.
Μάς λέει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι, επειδή δεν ημπορούσαν να βρουν οι
Μητροπολίται και Πατριάρχαι ανθρώπους που είχαν κάνει τα δόγματα
βιώματα, γι’ αυτόν τον λόγο εύρισκαν ανθρώπους οι οποίοι υπόσχοντο να
διατηρήσουν ακέραια τα δόγματα, την δογματική διατύπωση, δηλαδή την
δογματική διδασκαλία ακέραιη και τους κανόνας, για να μπορή ο κάθε
Χριστιανός να ξέρη ότι έχει έναν πιστό ποιμενάρχη, ο οποίος τους πιο
προχωρημένους θα τους οδηγήση σε υψηλότερα πράγματα, που είναι η θεωρία.
Λοιπόν, αυτή είναι η κατάσταση. Αλλ' ο Επίσκοπος, όμως, ήξερε τι είναι ο
σκοπός του δόγματος κι ας μην είχε φθάσει στην θεωρία, στην θέωση. Και η
κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε, διότι σε κάθε χωριό υπήρχε Επίσκοπος. Μετά
έχουμε την παράδοση, που σε κάθε χωριό υπήρχε κι ένα Μοναστήρι. Οπότε,
το βιωμένο δόγμα υπήρχε δίπλα στην ενορία».
Επειδή
αυτή η παράδοση για διαφόρους λόγους είχε χαθή στην εποχή του Αγίου
Συμεών του Νέου Θεολόγου, γι’ αυτό και με τον λόγο και τα κείμενα του
έκανε μια «επανάσταση» στην εκκλησιαστική ζωή, γιατί έδειξε πως το δόγμα
γίνεται βίωμα και πως το δόγμα προέρχεται από την αποκαλυπτική εμπειρία.
«Και
το εξηγεί ο ίδιος, ότι εξ αιτίας διωγμών, διωγμών αλλεπαλλήλων, εξ
αιτίας αιρέσεων, η Εκκλησία είχε φθάσει σ' ένα σημείο που οι εκάστοτε
Επίσκοποι, Πατριάρχαι και Μητροπολίται έψαχναν να βρουν ανθρώπους στους
οποίους το δόγμα να είναι βίωμα, δηλαδή το δόγμα που είναι οδηγός στους
ανθρώπους να περάσουν από την κάθαρση, να φθάσουν στον φωτισμό, στην
αέναη μνήμη Θεού, οπότε τα αξιώματα που καθοδηγούν τον άνθρωπο
μεταβάλλονται σε βίωμα, και δεν βρίσκανε.
Και γι’ αυτόν τον λόγο επέλεγαν ανθρώπους και τους χειροτονούσαν
Επισκόπους, οι οποίοι από το ένα μέρος δεν είχαν μεγάλο ζήλο προς τα
επάνω, προς τα άνω, δηλαδή, να κάνουν φοβερή ασκητική για να φθάσουν
στην νοερά προσευχή, αλλ’ ούτε όμως είχαν ροπή και έλξη προς τα κάτω,
δηλαδή ήσαν καλοί άνθρωποι. Και επειδή ήσαν καλοί άνθρωποι τους εξέλεγαν
και τους χειροτονούσαν Επισκόπους. Και τότε εισήχθη και η παράδοση στην
χειροτονία να δίνουν και ομολογία που έχουμε μέχρι σήμερα.
Ο Επίσκοπος, όταν χειροτονήται, λέει το Σύμβολο της Πίστεως, κάνει μια
ερμηνεία του Συμβόλου και υπόσχεται ότι θα κράτηση τα δόγματα και τους
κανόνας κ.ο.κ. Και με αυτήν την υπόσχεση ότι θα κράτηση αυτούς τους
τύπους, τον χειροτονούσαν Επίσκοπο. Κατ' αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε η
Εκκλησία δασκάλους, οι οποίοι υπόσχονται μέχρι θανάτου ότι θα
διατηρήσουν και θα φυλάξουν ανόθευτα τα δόγματα αυτά, ώστε κατηχηθέντες
οι διάφοροι από έναν τέτοιο Επίσκοπο, να μπορούν να πάνε σε κανένα
Μοναστήρι, αν έχουν τον ζήλο, να μεταβάλουν αυτά τα δόγματα σε ζωή».
Είναι
επόμενο ότι τα δόγματα δεν είναι στοχασμός, αλλά έκφραση του μυστηρίου
της Εκκλησίας. Η άποψη ότι η θεολογία είναι στοχασμός, τον οποίο οι
Άγιοι Πατέρες μετέτρεψαν σε δόγμα, είναι ξένη προς την Ορθόδοξη
παράδοση.
«Πρόσφατα
διάβασα μια μελέτη, η οποία έγραφε ότι η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος,
μέχρι την εποχή του Αγίου Φωτίου, ήταν καθαρός στοχασμός. Δηλαδή,
φαντάζεται αυτός, ότι οι Πατέρες εστοχάζοντο περί εκπορεύσεως του Αγίου
Πνεύματος και ότι δεν είχε γίνει δόγμα, και επί Αγίου Φωτίου γίνεται
πλέον δόγμα από στοχασμός, οπότε πλέον σταματάει ο στοχασμός, διότι τώρα
έχουμε δόγμα. Πριν από οκτώ αιώνες κάναμε στοχασμούς και τώρα φτιάξαμε
ένα δόγμα.
Γι’ αυτό μας κατηγορούν οι Προτεστάντες και οι Αγγλικανοί ότι πήραμε μια
στοχαστική υπόθεση και την αναγάγαμε σε δόγμα και έτσι εμείς προκαλέσαμε
σχίσμα. Διότι, αφού πριν ήταν στοχασμός, σημαίνει ότι ημπορούσε κανείς
να πη ότι το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού,
οπότε δεν ήταν αιρετικός. Ή, εκ μόνου του Πατρός, και πάλιν αιρετικός
δεν ήταν. Και είναι πλέον αιρετικός, διότι έτσι απεφάσισεν η Η'
Οικουμενική Σύνοδος».
Όμως τέτοιες απόψεις δεν είναι Ορθόδοξες και πατερικές.
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική
τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας
κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη".
Τόμος Α'