Ποίο είναι το
έργο τής Εκκλησίας; Γιατί υπάρχει η Εκκλησία; Στα ερωτήματα αυτά πολλές
απαντήσεις δίδουν οι άνθρωποι. Όμως, στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ακούμε
θεοπνεύστως ποίο είναι το έργο τής Εκκλησίας.
Αφορμή για το
όλον θέμα έδωσε η ακριβοδίκαιη διανομή των τροφίμων στα κοινά συσσίτια. Είχαν
δημιουργηθεί παράπονα κατά την Αποστολική εποχή. Μπροστά σε αυτό το πρακτικό
πρόβλημα, τι θα έκαμαν οι Απόστολοι; Θα εμοίραζαν οι ίδιοι τα τρόφιμα ή θα
συνέχιζαν απερίσπαστοι την εντολή τού Χριστού, “Πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τα έθνη”;
Φυσικά έκαναν
εκείνο που έπρεπε να κάνουν. “Ουκ αρεστόν εστιν
ημάς καταλείψαντας τον λόγον τού Θεού διακονείν τραπέζαις”. Γι'
αυτό, αδελφοί, εκλέξατε άνδρες “πλήρεις
Πνεύματος Αγίου και σοφίας” και αυτοί ας αναλάβουν την τακτοποίηση
του οικονομικού και πρακτικού αυτού ζητήματος. Εμείς δε “τη προσευχή και τη
διακονία τού λόγου προσκαρτερήσομεν”. Έτσι, το ζήτημα διά την Εκκλησία λύθηκε
αυθεντικώς και διά παντός.
Εάν οι
διάδοχοι των Αποστόλων, έως του τέλους των αιώνων δώσουν τον πρώτο λόγο στα
πρακτικά θέματα και στα συσσίτια, οι ίδιοι θα θέσουν τον εαυτόν τους εκτός τής
υψηλής τους αποστολής. Αλλά εκείνο που επίσης προξενεί εντύπωση είναι ότι για
την υπηρεσία αυτή, οι Απόστολοι ζήτησαν όχι απλώς να εκλέξουν οι πιστοί
συνεργάτες, αλλά εκείνοι που θα αναλάμβαναν το διακόνημα να είναι “άνδρες πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας”.
Δυστυχώς, σε
κάθε εποχή βλέπουμε στα δύο αυτά σημεία να παρατηρούνται παρασπονδίες που
φέρουν αρνητικά τα αποτελέσματα.
Βλέπουμε
πρώτον, ποιμένες να λησμονούν το κύριο έργο τους και να απορροφώνται σε
ζητήματα που πολύ άνετα και με κρυστάλλινη διαφάνεια θα μπορούσαν να
διευθετήσουν πιστοί χριστιανοί. Διότι είναι πράγματι πολύ άσχημο οι άμβωνες να
παραμένουν βουβοί, το κηρυκτικό και κατηχητικό έργο να υπολειτουργεί εάν δεν
έχει τελείως εκλείψει, η λειτουργική ζωή να υποβιβάζεται σε σημείο επικίνδυνο
και το κέντρο βάρους να ρίχνεται μόνο στο “πνευματικό κέντρο” τής ενορίας ή σε
ό,τι άλλο σχετικό έχει να κάνει με κάθε είδους “συσσίτια”.
Φθάσαμε
μάλιστα σε τέτοιο σημείο ώστε από κάποιους υπευθύνους να θεωρείται επιτυχημένος
ποιμένας και ανθούσα ενορία, μόνο όταν γίνεται “έργο που φαίνεται” κατά το
κοινώς λεγόμενον. Αλλά φαίνεται τι; Εάν κανείς μπορεί να διακρίνει κάτω από τα
φαινόμενα, βλέπει πολύ καθαρά σε κάποιες περιπτώσεις την έλλειψη της
πνευματικότητος. Οπωσδήποτε, το τέλειο είναι ο συνδυασμός τού καθαυτό
ποιμαντικού – πνευματικού έργου των ποιμένων με την αρίστη συνεργασία πιστών
ψυχών, οι οποίοι πρωτίστως μετέχουν της Ορθοδόξου πνευματικότητος.
Έτσι,
ερχόμαστε μπροστά στη δεύτερη παρασπονδία. Ορισμένοι νομίζουν ότι αρκεί ένας
άνθρωπος να διαθέτει κάποια προσόντα (κυρίως διοικητικά) για να τον καταστήσουν
υπεύθυνο “εις έργον διακονίας”. Ορισμένοι μάλιστα ξεπερνούν όλους τους φραγμούς
τής λογικής αλλά και τις ασφαλιστικές δικλείδες τού Αγίου Πνεύματος, εισάγοντας
πρόσωπα “με διοικητικό ή πρακτικό χάρισμα”, δίχως τίποτε άλλο αναγκαίο και
απαραίτητο, ακόμα και εις τα “άγια των αγίων”. Και τα αποτελέσματα; Τραγικά σε
όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, εάν από την μια υποβιβάζεται η προσευχή και η
διακονία τού λόγου και από την άλλη έχουν πρωτεύοντα ρόλο στα πρακτικά -
“συσσίτια”- άνθρωποι άγευστοι της πνευματικής ζωής, τότε εύκολα κανείς κατανοεί
γιατί και όσοι προσέρχονται για το καθημερινό γεύμα (εάν είναι Ορθόδοξοι) δεν
σημειώνουν πνευματική πρόοδο, (εάν είναι αλλόδοξοι), αρνούνται να προσέλθουν
στην Ορθόδοξη πίστη. Επίσης, παρατηρείται και το εξής φαινόμενο. Πολλοί εκ των
μουσουλμάνων, θα λάβουν την μερίδα τού φαγητού, αλλά στην συνέχεια θα σπεύσουν
στον δικό τους λατρευτικό χώρο, και οσονούπω στο τζαμί, και “ουκ έσται παύλα
των δεινών”...
Βεβαίως όπως
όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι πιστοί έχουν και υλικές ανάγκες. Αλλά μας
διαφεύγει, δυστυχώς, ότι αυτές οι ανάγκες κατά κανόνα ευρίσκουν την θεραπεία
τους στην ψυχική ανόρθωση και στην πνευματική θεραπεία τού ανθρώπου. Τούτο
αποτελεί το λεπτό και ουσιαστικό σημείο τής ποιμαντικής, που εάν χαθεί από το
βλέμμα και τη συνείδηση των ποιμένων τότε μεταβάλλουν την ενορία σε “ερυθρό
σταυρό” ή καταντά η ενορία σε “ερυθρά ημισέληνο”.
Λησμονούμε δυστυχώς ότι οι ποιμένες και οι διδάσκαλοι της
Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αδήριτος ανάγκη να βρουν το “απολωλός” που παρέσυρε ο
κόσμος και τραυμάτισε η αμαρτία. Να βρούν τον αμαρτωλό “δι΄ ον Χριστός απέθανε”
και τα τον αρπάσουν από την εξουσία τού Σατανά, να τον οδηγήσουν στην μετάνοια
και στον δρόμο τής καθάρσεως, του φωτισμού και του εξαγιασμού, αφού εννοείται
πρώτα οι ίδιοι εφαρμόζουν τα κηρυσσόμενα.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Χριστός εξήσκησε πρώτος και το έργο τής
υλικής φιλανθρωπίας, αφού “διήλθε την ζωήν του ευεργετών και ιώμενος”. Οι
Απόστολοι επίσης οργάνωσαν τις “αγάπες” και τα συσσίτια και ο Απ. Παύλος
συνέστησε τις περίφημες “λογείες” για τους πτωχούς τής Εκκλησίας των
Ιεροσολύμων. Χρειάζεται και βεβαίως είναι αναγκαία η φιλανθρωπία με τις σωστές
προϋποθέσεις και προδιαγραφές. Αλλοίμονο όμως εάν υπερτονιστεί από την
διοικούσα και ποιμένουσα Εκκλησία το “γέμισμα του στομάχου” με αποτέλεσμα να
λιμοκτονεί η καρδιά.
Είθε ο θείος δομήτωρ να φωτίζει τους ποιμένες ώστε με
διάκριση και με Αποστολικές προδιαγραφές να συνεχίζουν όπου γης το έργο τής
διακονίας και της σωτηρίας των ψυχών. Αμήν.
Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής των Μυροφόρων
(Πραξ. στ' 1-7)
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης