του Χρήστου Γιανναρά
Στο πολιτικό αλφαβητάρι της ελληνικότητας που μάς άφησε κληρονομιά,
ατίμητη και αγνοημένη, ο Οδυσσέας Ελύτης («Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά»,
Ικαρος 1990), αποτυπώνει και το βασανιστικό δίλημμα όσων πολιτών
ομοφρονούν (ακόμα) με τον ποιητή και θα βρεθούν μπροστά στην κάλπη την
ερχόμενη Κυριακή:
«Δεν τολμάς να τραβήξεις μιαν από τις αξίες που πιστεύεις ότι
ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της
ένα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση
όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μιαν από τις αξίες που
ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να
“κάνεις πορεία” μ’ ένα συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη
αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους. Ετσι όμως η ψυχή μας
υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δύο γραμμές που αδυνατούμε να
παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι εγώ που
ονειρευόμουν να παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις
συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της
ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς! Που ζητούσα να καθαγιασθούν
πρώτα μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη τα “κοινά” και έτσι μόνον να
γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια δύναμη».
Σήμερα η σύγχυση και παραφθορά των «αξιών» (δηλαδή των εκτιμήσεων της
ποιότητας και των ιεραρχήσεων της ανάγκης) έχει οδηγήσει την ελλαδική
κοινωνία σε τέτοια ασυναρτησία και παραλογισμό, που ακόμα και οι
σταθερές των εννοιών έχουν αποσυντεθεί. Ο «πατριωτισμός» είναι καραμέλα
στα χείλη καιροσκόπων καραγκιόζηδων ή περιθωριακών τραμπούκων. Για
«κοινωνική δικαιοσύνη» μιλάνε οι βασανιστές της φτωχολογιάς και των
ανήμπορων: τα συνδικαλισμένα «ρετιρέ», οι άσσοι των «απεργιών κοινωνικού
κόστους», τα βλαστάρια των «καλών οικογενειών» που εκδικούνται την ανία
τους καίγοντας ή καταστρέφοντας με λύσσα κάθε ίχνος κοινωνικής
περιουσίας.
«Φιλολαϊκή πολιτική» επαγγέλλονται οι προστάτες των πενηντάρηδων (και
κάτω) συνταξιούχων, οι φανατισμένοι αρνητές κάθε αξιοκρατίας και κάθε
ελέγχου της ποιότητας και της συμπεριφοράς των λειτουργών του κράτους,
οι υπερασπιστές της ασύδοτης «πελατειακής» δημοσιοϋπαλληλίας, του
ολοκληρωτικού καθεστώτος της διαπλοκής κομμάτων και «νταβατζήδων».
Μιλάνε για «προτεραιότητα της παιδείας» αυτοί που παρέδωσαν τα
πανεπιστήμια και τα σχολειά στον κρετινισμό των «κομματικών νεολαιών»,
αυτοί που ετσιθελικά, με αναίσχυντη φασιστική αυθαιρεσία, επέβαλαν τη
μονοτονική γραφή, δηλαδή το βίαιο τέλος της ιστορικής συνέχειας του
Ελληνισμού, γλωσσικής συνέχειας, με μπαϊράκι την καφρική «ιδεολογία της
ευκολίας».
Οι νοσταλγοί του σοβιετικού «παραδείσου» συνεχίζουν να «μάχονται» δήθεν
για «ελευθερίες» και «δικαιώματα», με τη νοσταλγία τους να παρακάμπτει
ψυχαναγκαστικά τη φρικώδη κακουργία των Γκουλάγκ και της Κολιμά, τα
εκατομμύρια των σφαγιασμένων στον βωμό του τρόμου, τη θηριωδία της πιο
εφιαλτικής απανθρωπίας που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης μας. Ναι, έχουν ακόμα
κόμμα στην Ελλάδα οι νοσταλγοί του ολοκληρωτισμού της παράνοιας και
οπαδοί της δικτατορίας (δήθεν του προλεταριάτου), κόμμα νομιμοποιημένο
από τον «εθνάρχη» Καραμανλή – ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να νομιμοποιηθεί
σε μια συντεταγμένη κοινωνία η κατάλυση των νόμων, να υποκατασταθεί το
κράτος Δικαίου από το «δίκιο του εργάτη», όπως φαντάζεται αυτό το
«δίκιο» το κάθε γκρουπούσκουλο μανιακών της βίας και της καταστροφής.
Αλλά το πολίτευμα στο Ελλαδιστάν είναι η απολυταρχική κομματοκρατία, γι’
αυτό δεν υπάρχει και Σύνταγμα: χάρτης που να οριοθετεί κοινωνικούς
στόχους κοινά συμφωνημένους και τη διαφορά των θεσμικών τρόπων για την
επιδίωξη των στόχων. Οι κυβερνήσεις κατηγορούνται από τις
αντιπολιτεύσεις ότι «έχουν κάνει το Σύνταγμα κουρελόχαρτο» και ο
καταλογισμός είναι τεκμηριωμένος, όχι ρητορικός. Κουρελόχαρτο, επειδή
κάθε αναθεώρηση του Συντάγματος θωρακίζει πληρέστερα την απολυταρχική
κομματοκρατία και κάθε αντιπολίτευση, όταν γίνεται κυβέρνηση, επιτείνει
την εκδοχή του «κουρελόχαρτου» για να στήσει το δικό της πελατειακό
κράτος.
Συμπληρώνει ο Σεφέρης το κληροδότημα πολιτικής αγωγής του Ελύτη, με
ακόμα μεγαλύτερη πίκρα: «Βρίσκω, λέει, πως είναι θλιβερό και βαρύ, καθώς
προχωρούν τα χρόνια, να καταλήγω στο συμπέρασμα πως δεν έχουμε προκόψει
ούτε μια γραμμή σε αυτά τα ζητήματα (τα πολιτικά). Κι όταν ένας τόπος
δε δείχνει προκοπή μέσα σε σαράντα χρόνια, αυτό σημαίνει πως πέφτει
κατακόρυφα».
Σαράντα εννέα επιπλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Σεφέρης
κατέθετε αυτή την πικρή πιστοποίηση (1966). Και η κατρακύλα του τόπου
επιτάθηκε ακατάσχετη, πήρε την ταχύτητα χιονοστιβάδας. Φτάσαμε σήμερα σε
τέτοιες επιδόσεις θρασύτητας, ώστε να δημιουργεί «καινούργιο» κόμμα
διεκδικώντας και πάλι ρόλο στη διαχείριση των κοινών, ποιος; Ο ολίγιστος
των Παπανδρέου, από τους κατεξοχήν υπόδικους στις συνειδήσεις για την
ολοκληρωτική καταστροφή που ζει η χώρα σήμερα, πρόσωπο - σύμβολο της
ανικανότητας και της διεθνούς γελοιοποίησης του ελληνικού ονόματος.
Τι θα έλεγαν άραγε σήμερα ο Σεφέρης, ο Ελύτης για το πολιτικό μας
σκηνικό, τις μακάβριες φιγούρες των αμετανόητων κομματανθρώπων που
οδήγησαν, τα τελευταία τρία χρόνια, την Ελλάδα στη διάλυση και στην
ατίμωση. Τουλάχιστον δεν τολμούν να ζητήσουν την ψήφο μας όσοι
κακούργησαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας για να γιγαντώσουν το
πελατειακό τους κράτος. Τη ζητούν όμως αυτοί που για να συντηρήσουν
άθικτη τη χλιδή των «νταβατζήδων» και των πραιτωριανών, λήστεψαν τον
αποταμιευμένο στα ασφαλιστικά ταμεία και στα ελληνικά «ομόλογα» μόχθο
των πολιτών, οδήγησαν τη χώρα στον εφιάλτη της χρεοκοπίας: στις δέκα
επιχειρήσεις να έχουν κλείσει οι οχτώ, η αποβιομηχάνιση να είναι σχεδόν
ολοκληρωτική, η ανεργία σωστή κόλαση και ψυχολογικό μαρτύριο για τις
μισές (τουλάχιστον) οικογένειες στην Ελλάδα. Η νεολαία να ξενιτεύεται, η
εθνική ανεξαρτησία χαμένη, το ελληνικό όνομα ταυτισμένο διεθνικά με τον
εξευτελισμό και την ντροπή.
Ρητορεύουν έξαλλοι σαν νευρόσπαστα οι ένοχοι, πανικόβλητοι μήπως χάσουν
τις καρέκλες και βρεθούν στο εδώλιο, αθύρματα μιας αντιπολίτευσης που οι
ίδιοι με την παραφροσύνη τους την εξέθρεψαν και τη γιγάντωσαν:
μετέτρεψαν ένα συνονθύλευμα από ιδεολογικές θρησκοληψίες σε κόμμα
εξουσίας με σαρωτική των πάντων δυναμική.
Οι εξελίξεις δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν.