Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Απίστευτη κατάδυση


Δεν παράγουμε τίποτα, εισάγουμε σχεδόν τα πάντα από τη Γερμανία


Δεν παράγουμε τίποτα, εισάγουμε σχεδόν τα πάντα - Media

Από το Ποντίκι 

Οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τον Βορρά και η εξάρτηση που δημιουργείται για τη χώρα

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας από το 1990 και μετά, αλλά και η ενοποίησή της σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργεί ένα πλέγμα αλληλεξαρτήσεων που διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία της σε σχέση ακόμα και με το πρόσφατο παρελθόν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία οι διμερείς εμπορικές σχέσεις και, αναπόφευκτα, ο βαθμός εξάρτησης μεταξύ των χωρών. Με σαφή επιρροή τόσο στον κρατικό, όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Ένας από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας είναι η Γερμανία, με τις σχέσεις των δύο κρατών να περνάνε μεγάλες φουρτούνες την τελευταία πενταετία, λόγω της κρίσης, αλλά και των αφόρητων πιέσεων που ασκούνται από την κυβέρνηση Μέρκελ.
Όπως είναι γνωστό, η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές παραμένει μεγάλη, παρά την ύφεση από το 2010, με τη Γερμανία να είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής προϊόντων της Ελλάδας για το 2014 (εισαγωγές 4,65 δισ. ευρώ), πίσω μόνο από τη Ρωσία (4,84).
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας το 2014 κυμάνθηκε στο 19,8%, με συνολικό ύψος εισαγωγών στα 46,7 δισ., συμπεριλαμβανομένων και των πετρελαιοειδών. Τελευταία χρονιά, άλλωστε, που οι εισαγωγές ξεπέρασαν τα 50 δισ. ήταν το 2009 (51,2 δισ.). Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Εξαγωγέων (ΠΣΕ), ακόμα και τα μνημονιακά χρόνια 2010-2014 η Ελλάδα ξόδεψε για εισαγωγές περίπου 240 δισ. ευρώ! Κι όλα αυτά με την οικονομία να μην μπορεί, τελικά, να ανταποκριθεί στην πρόκληση της αύξησης των εξαγωγών.
Έφυγαν χρήματα
Κι ενώ η κοινή αντίληψη είναι ότι η Ελλάδα από τη Γερμανία εισάγει κυρίως αυτοκίνητα, στην πραγματικότητα οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών είναι πολυσήμαντες. Για παράδειγμα, για Ι.Χ. αυτοκίνητα πέρυσι έφυγαν «ελληνικά» χρήματα προς τη Γερμανία αξίας 296 εκατ. ευρώ, όταν μόνο για προϊόντα περιποίησης μαλλιών και μέικ απ το αντίστοιχο ποσό ξεπέρασε τα 65 εκατ.!
Συγκεκριμένα, το 2008 οι ελληνικές εισαγωγές από τη Γερμανία άγγιζαν τα 8 δισ. ευρώ. Σταδιακά άρχισε μια πτώση, όπως και συνολικά στα προϊόντα που καταφθάνουν από το εξωτερικό, για να κλείσει το 2014 λίγο παραπάνω από τα 4,65 δισ. Στο ίδιο διάστημα οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία παραμένουν καθηλωμένες περίπου στα 1,8 – 2 δισ., μάλιστα με ελαφρές πτωτικές τάσεις.
Με λίγα λόγια, μόλις το 0,43% των γερμανικών εξαγωγών πηγαίνει προς την Ελλάδα, ενώ οι ελληνικές εισαγωγές αποτελούν μόνο το 0,2% των συνολικών εισαγωγών της Γερμανίας. Είναι δε αξιοσημείωτο ή ακόμα κι αξιοπερίεργο ότι οι ελληνικές εισαγωγές από τη Γερμανία το 2014 κατέγραψαν αύξηση κατά περίπου 150 εκατ. σε σχέση με το 2013.
Όσον αφορά τη σύνθεση των ελληνικών εισαγωγών από τη Γερμανία κυριαρχούν τα φάρμακα, οι συσκευές – ηλεκτρολογικό υλικό (κυρίως κινητά τηλέφωνα, δίοδοι και μετασχηματιστές), ο μηχανολογικός εξοπλισμός (τουρμπίνες, μηχανήματα επεξεργασίας δεδομένων κ.ά.), τα οχήματα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα (τυριά και γάλα), οι πλαστικές ύλες, τα ιατρικά μηχανήματα, τα κρέατα και τα αλλαντικά, τα χημικά προϊόντα, το χαρτί και τα καλλυντικά.
Ο βαθμός εξάρτησης, μάλιστα, που υπάρχει στις ελληνικές εισαγωγές από τη Γερμανία είναι τέτοιος, ώστε όχι μόνο ο ιδιωτικός τομέας, αλλά και ο κρατικός επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ τον Οκτώβριο του 2014 κι αφορούσαν το έτος 2013, οι εισαγωγές από τη Γερμανία περιλάμβαναν συνολικά 99 διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων. Ας δούμε ποιες καταλαμβάνουν τις 10 πρώτες θέσεις:
1. Φαρμακευτικά προϊόντα: 756 εκατ. ευρώ.
2. Λέβητες, μηχανές, συσκευές και μηχανικές επινοήσεις, μέρη αυτών των μηχανών ή συσκευών, αντιδραστήρες: 462 εκατ. ευρώ.
3. Μηχανές, συσκευές και υλικά ηλεκτρικά, συσκευές εγγραφής ή αναπαραγωγής ήχου και εικόνας, μέρη κι εξαρτήματα αυτών: 462 εκατ. ευρώ.
4. Ι.Χ. αυτοκίνητα, ελκυστήρες, ποδήλατα, άλλα οχήματα για χερσαίες μεταφορές, τα μέρη κι εξαρτήματά τους: 401 εκατ. ευρώ.
5. Γάλα και προϊόντα γαλακτοκομίας, αυγά, μέλι φυσικό, προϊόντα βρώσιμα ζωικής προέλευσης: 276 εκατ. ευρώ.
6. Πλαστικές ύλες και προϊόντα απ’ αυτές τις ύλες: 218 εκατ. ευρώ.
7. Όργανα και συσκευές οπτικής, φωτογραφίας ή κινηματογραφίας, μέτρησης, ελέγχου ή ακριβείας, όργανα και συσκευές ιατροχειρουργικής, μέρη κι εξαρτήματα αυτών των οργάνων ή συσκευών: 169 εκατ. ευρώ.
8. Κρέατα και παραπροϊόντα σφαγίων, βρώσιμα: 132 εκατ. ευρώ.
9. Οργανικά χημικά προϊόντα: 117 εκατ. ευρώ.
10. Διάφορα προϊόντα των χημικών βιομηχανιών: 115 εκατ. ευρώ.
Με δεδομένο ότι ο βαθμός εξάρτησης της Ελλάδας από τη Γερμανία είναι ασφαλώς μεγαλύτερος από τον αντίστροφο συνδυασμό, μπορεί να βγει κι ένα άλλο συμπέρασμα κοιτώντας τους δείκτες. Ότι ακόμα κι αν η χώρα μας μπορούσε με αύξηση της αγροτικής και κτηνοτροφικής της παραγωγής να μειώσει τα προϊόντα που εισάγει από τη συγκεκριμένη χώρα, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι αντίστοιχο με προϊόντα βαριάς βιομηχανίας και υψηλής τεχνολογίας, αλλά και φάρμακα, όπου η Γερμανία θεωρείται ο Νο1 «παίκτης» στην παγκόσμια αγορά.
Άλλοι νευραλγικοί τομείς εισαγωγών από τη Γερμανία, όσον αφορά τη λειτουργικότητα της ελληνικής οικονομίας, είναι:
  • Σπόροι και καρποί ελαιώδεις, βιομηχανικά και φαρμακευτικά φυτά κ.ά.: 3,8 εκατ. ευρώ.
  • Ασφαλτώδεις ύλες, κεριά ορυκτά, ορυκτά καύσιμα, ορυκτά λάδια και προϊόντα απόσταξης αυτών: 20 εκατ.
  • Καουτσούκ και τεχνουργήματα από καουτσούκ: 43 εκατ.
  • Χαρτί και τεχνουργήματα από κυτταρίνη: 105 εκατ.
  • Χυτοσίδηρος, σίδηρος, χάλυβας και τεχνουργήματα από αυτά: 82 εκατ.
  • Αργίλιο και τεχνουργήματα από αργίλιο: 30 εκατ.
  • Εργαλεία και συλλογές εργαλείων, αλλά και διάφορα τεχνουργήματα από κοινά μέταλλα: 49 εκατ.
  • Έπιπλα ιατροχειρουργικά: 27 εκατ.
  • Τεχνουργήματα διάφορα: 80 εκατ.
  • Λιπάσματα: 24 εκατ.
  • Χρωστικές ύλες, μελάνια κ.ά.: 51 εκατ.
  • Οργανικές ουσίες επιφανειακής δράσης, προϊόντα συντήρησης, κεριά για την οδοντοτεχνική: 48 εκατ.
Φρου – φρου κι αρώματα!
Φυσικά μέσα από τον πίνακα των εισαγωγών από τη Γερμανία βρίσκει κανείς και προϊόντα που άνετα μια οικονομία θα επιβίωνε και δίχως αυτά ή εναλλακτικά θα μπορούσε να προχωρήσει σε δική της παραγωγή.
Για παράδειγμα φαντάζει ενδεχομένως… κωμικό η Ελλάδα, που μέχρι πρότινος ήταν μια κατ’ εξοχήν αγροτική χώρα, να εισάγει σήμερα… λαχανικά αξίας 14 εκατ. ευρώ, δημητριακά 13 εκατ., παρασκευάσματα κρεάτων και ψαριών 33 εκατ., ζάχαρα και ζαχαρώδη παρασκευάσματα 23 εκατ., παρασκευάσματα με βάση τα δημητριακά και τα άλευρα 56 εκατ., ποτά και ξίδι 33 εκατ., καπνά 51 εκατ., αλάτι και θείο 2,3 εκατ. Παρασκευάσματα ψαριών κι αλάτι από τη Γερμανία σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που όλη βρέχεται από θάλασσα; Τρελό ακούγεται…
Όπως, βέβαια, φαντάζει παράδοξο και υπερβολικό στα χρόνια της κρίσης να φεύγουν προς την «πλούσια» Γερμανία από τη χρεοκοπημένη Ελλάδα 31 εκατ. ευρώ για… γουναρικά και τεχνητά γουνοδέρματα, για πλεκτά υφάσματα 3 εκατ., για ενδύματα 49 εκατ. (!!!) όταν η ελληνική βιοτεχνία ρουχισμού έχει αφεθεί να καταρρεύσει, για υποδήματα 13 εκατ., για κατεργασμένα φτερά και πούπουλα (κυριολεκτικά) 600.000 ευρώ, για ρολόγια 17 εκατ. ή για παιχνίδια 27 εκατ. Και φυσικά για αιθέρια έλαια, προϊόντα καλλωπισμού και καλλυντικά 93 εκατ. ευρώ! Μάλιστα, το 2012 ήταν 87 εκατ. Υπήρξε αύξηση, δηλαδή, για… φρου – φρου κι αρώματα.
Τραγική συρρίκνωση
Μια άλλη παράμετρος έχει να κάνει συνολικά με την Ε.Ε., όπως έχουμε επισημάνει και σχετικά πρόσφατα. Η Ελλάδα του «φτωχού» Νότου συνεχίζει να δίνει χρήματα στον «πλούσιο» Βορρά για να αγοράζει προϊόντα. Έτσι, το 2014 οι εισαγωγές της Ελλάδας από την Ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά 4,1% σε σχέση με το 2013! Αντίθετα, η Γερμανία έκανε λιγότερες εισαγωγές από την Ελλάδα το 2014 κατά 1,3%, η Ιταλία κατά 7,1%, η Αυστρία κατά 11,4%, το Λουξεμβούργο κατά 8,9%, η Ολλανδία κατά 7,6% και η Γαλλία κατά 6,3%.
Η σταδιακή συρρίκνωση της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας στην Ελλάδα, η αδυναμία να ακολουθήσει έστω και με καθυστέρηση τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, τα προβλήματα στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και οι διάφορες στρεβλώσεις ή υπερβολές που χρονίζουν δημιουργούν την επιτακτική ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης, προκειμένου σε πρώτη φάση να μειωθεί ο βαθμός εξάρτησης εκεί όπου τουλάχιστον μπορούν να γίνουν κάποια βήματα και, μάλιστα, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Αν όχι, δηλαδή, στη βαριά βιομηχανία, την υψηλή τεχνολογία και τα φάρμακα, σε νευραλγικούς τομείς υψηλής σπουδαιότητας, όπου οι εισαγωγές – ειδικά από τη Γερμανία – μοιάζουν αναπόφευκτες, έστω γι’ αρχή στα αγροτικά προϊόντα, την κτηνοτροφία, τη βιοτεχνία κ.α.
Και μόνο το γεγονός ότι το 80% των αναγκών της Ελλάδας σε χοιρινό και βόειο κρέας καλύπτεται από εισαγωγές δείχνει πολλά. Ακόμα κι αν η χώρα έχει αδυναμία να παράγει ελικόπτερα (εισαγωγές ύψους 114 εκατ. το 2014 από τη Γαλλία), θα μπορούσε τουλάχιστον να μην έχει ανάγκη τις γαλλικές… προτηγανισμένες πατάτες των 16,5 εκατ. ευρώ την περασμένη χρονιά! Όπως και τις εισαγωγές γάλακτος από Ολλανδία και Γερμανία, συνολικού ύψους 142 εκατ. ευρώ.
Επενδύσεις… πάπαλα
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η γερμανική επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το χαμηλότατο 0,3% του συνόλου των Άμεσων Γερμανικών Επενδύσεων (FDI) στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει, δηλαδή, αντιστάθμισμα ούτε έστω απ’ αυτόν τον τομέα και τις περιβόητες επενδύσεις που έχει τάξει από το 2011 η Μέρκελ.
Το 2012 δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα 143 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων με 32.000 εργαζομένους και κύκλο εργασιών στα 7,6 δισ., έναντι 151 εταιρειών το 2011 (33.000 εργαζόμενοι) και 165 το 2010. Λιγοστεύουν αντί να αυξάνονται, δηλαδή.
Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στη Γερμανία το 2012 διαμορφώθηκαν στο επίπεδο των 201 εκατ. ευρώ (14 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, 2.000 εργαζόμενοι και 500 εκατ. ευρώ τζίρος), με μερίδιο μόλις 0,025% επί του συνόλου στη Γερμανία.
Μόνο, λοιπόν, από τον τουρισμό υπάρχουν κάποια ανταποδοτικά οφέλη. Η Γερμανία αναδείχθηκε την τελευταία διετία στη σημαντικότερη χώρα προέλευσης ξένων επισκεπτών στην Ελλάδα μετά τη σοβαρή υποχώρηση του τουριστικού ρεύματος από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Συγκεκριμένα το 2014, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, επισκέφθηκαν την Ελλάδα 2.459.200 Γερμανοί πολίτες που άφησαν στη χώρα μας περίπου 2 δισ. ευρώ, ποσό ελαφρώς μεγαλύτερο από τα 1,98 δισ. ευρώ των 2.267.500 τουριστών του 2013.

Ο Γιάννης Τσαρούχης και η εποχή της πρώτης έκπληξης


Δεν θυμάμαι εποχή, μα σίγουρα πλέον μπορώ να πω πως ήταν κάπου μέσα στο 1981. Ή στα σωστά κάπου μετά το Καλοκαίρι του 1981, γιατί τον Δημήτρη τον  γνώρισα στο χωριό μου, την Άθ(φ)υτο της Χαλκιδικής, το Καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και η ιστορία που θα σας διηγηθώ  τοποθετείται στην περίοδο που ακολούθησε αυτή την πρώτη γνωριμία.
tsarouxis2
Στο χωριό είχε ξεκινήσει μια καινούργια προσπάθεια. Ο ζωγράφος Νίκος Παραλής, γιος του μεγάλου ζωγράφου Γιώργου Παραλή, ή Γιωργάκη όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, πάλευε για χρόνια, μαζί με κάποιους νεότερους αθυτιώτες, κάτι που δεν πολυκαταλάβαινα. Μάζευε, καταπώς λέγανε, παλιά αγροτικά εργαλεία, για να φτιάξει ένα Μουσείολαογραφικό. Πήγαιναν, έρχονταν, κουβαλούσαν, γελούσαν, φώναζαν, ώσπου κάποτε, στις αρχές του Καλοκαιριού,  στο πέτρινο κτήριο, στην πλατεία του χωριού, δωρεά τριών γεροντοπαλίκαρων που δεν ήταν πλέον στη ζωή, των αδελφών Χριστόδουλου, Ξενοφώντα και Λεωνίδα Αλετρά, μπήκε μια ξύλινη ταμπέλα που έγραφε Συλλογή λαογραφικών εργαλείων της Χαλκιδικής. Αργότερα μπήκε και μία ακόμη πέτρινη, από αθυτιώτικο πωρόλιθο, υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα και τα σπίτια της Αθύτου, που υμνεί σε ανέκδοτο κείμενό του ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, που μετέφραζε στα αγγλικά το περιεχόμενο της πρώτης: CollectionofruraltullesofHalkidiki. Πέρασε καιρός για να μάθω πως την πρώτη είχε φιλοτεχνήσει η Τίνα Παραλή, η αγγλίδα γυναίκα του Νίκου και τη δεύτερη ο Βασίλης Παυλής, γνωστός σήμερα γλύπτης, που τότε έκανε τα εντελώς πρώτα βήματά του στο σκάλισμα της πέτρας.
Με το άνοιγμα του Μουσείου τρέξαμε όλοι, παιδιά, άνδρες και γυναίκες, να δούμε τι γίνεται. Η περιέργεια μεγάλη. Το χωριό, άλλωστε, εκείνη την περίοδο φημίζονταν για την όμορφη και παράξενη ησυχία του –ένας κεντρικός δρόμος για τις βόλτες του Καλοκαιριού, καναδυό ταβερνάκια για σουβλάκι και μια καφετέρια,  ήταν όλα κι’ όλα η προίκα και το καμάρι της κοινωνικής μας ζωής- και μια τέτοια προσπάθεια σίγουρα ήταν κάτι που έκλεβε το ενδιαφέρον. Η αλήθεια είναι πως η πρώτη εντύπωση ήταν καλή. Μου αποκάλυπτε έναν κόσμο ξεχασμένο και γιατί όχι υποτιμημένο. Τα αχρείαστα και σκονισμένα μιας άλλης ζωής, ξεσκονισμένα, ταχτοποιημένα με μεράκι και γνώση, εξηγημένα από τις μικρές χάρτινες ταμπελίτσες που τα συνόδευαν, άνοιγαν έναν καινούργιο διάλογο με τον τόπο που γεννήθηκα, με τα πράγματα και τους ανθρώπους του.
Από τότε συνήθιζα να συχνάζω στο Μουσείο. Μάλιστα, όταν έρχονταν κανένας επισκέπτης για να μας δει, έτρεχα να τον ξεναγήσω στο χωριό και ξεκινούσα πάντα από το Μουσείο. Ήταν κάτι το ξεχωριστό,  ψήλωνε μερικούς πόντους τον «πατριωτισμό» μας.
tsarouxis3
Κάποια μέρα, σε μια από τις συνηθισμένες πλέον επισκέψεις μου, συνάντησα εκεί ένα νεαρό παλικαράκι, ίσως μικρότερο από μένα, το οποίο φαινόταν να έχει κάποια μορφή εξουσίας στο χώρο. Πιάσαμε κουβέντα στα γρήγορα, συστηθήκαμε και γνωριστήκαμε. Γίναμε παρέα. Ήταν ο Δημήτρης, ένας μαθητής του Λυκείου από τη Θεσσαλονίκη, γνωστός του Νίκου Παραλή, που με μεγάλη χαρά, ενθουσιασμό θα έλεγα, είχε αναλάβει αμισθί το έργο του φύλακα και ξεναγού του Μουσείου. Θέση υπεύθυνη και πολύ σοβαρή για την ηλικία του. Τα πήγαινε θαυμάσια. Γνώση, αγάπη και πάθος για τη «δουλειά» ήταν αυτά που τον χαρακτήριζαν.
Το Καλοκαίρι τελείωσε και όπως κάθε χρόνο επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη. Η φιλία με τον Δημήτρη κρατούσε καλά. Βρισκόμασταν κάπου-κάπου και τα λέγαμε. Μαζί μας και η Χρύσα, σχεδόν αθυτιώτισσα και σίγουρα φίλη του Δημήτρη, κόρη σπουδαίου μαέστρου της Χορωδίας του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης -και εγώ αγαπούσα τις χορωδίες στις οποίες συμμετείχα από μικρό παιδί-, αποτελούσε κάποιες φορές τον ενδιάμεσο κρίκο∙ μας ένωνε. Και μένα μου άρεζε η παρέα τους, γιατί άκουγα για πράγματα που στο σπίτι μας δεν συζητούσαμε πολύ. Για μουσικούς και μουσικές, για ζωγράφους, ποιητές και αρχιτέκτονες, για τον πολιτισμό του τόπου μας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Όλα αυτά αποτελούσαν έναν κόσμο που με γοήτευε, έναν κόσμο μυστικό που μάθαινα από χρόνια στα Ωδεία και τις Χορωδίες, αλλά τώρα τα πράγματα άνοιγαν περισσότερο, άπλωναν. Χωρίς κουβέντα, Δημήτρης και Χρύσα ήταν ένα βήμα μπροστά· μπορεί και περισσότερα.
Μια φορά, λοιπόν, που καθόμασταν και τα λέγαμε με τον Δημήτρη, μου λέει: Ξέρεις, στην αίθουσα κάτω από το Αρχαιολογικό Μουσείο, εκθέτει ο Τσαρούχης. Έχουμε προγραμματίσει με τη Χρύσα να πάμε μια βόλτα από εκεί. Θέλεις να έρθεις; Ένιωσα αμηχανία, γιατί μιλούσε με τόση φυσικότητα και οικειότητα για κάποιον, θα πρέπει να είναι μεγάλος σκέφτηκα, που εγώ ούτε καν το όνομά του δεν ήξερα. Από ντροπή, όμως, έκανα πως κατάλαβα και προσπάθησα με μαστοριά να τον κάνω να μου πει περισσότερα. Όπως και έγινε. Ο Δημήτρης, χωρίς να καταλάβει την άγνοιά μου, άρχισε να μου μιλάει με ενθουσιασμό για τον άνθρωπο Γιάννη Τσαρούχη και τη δουλειά του, εισάγοντάς με, με τον τρόπο αυτό, σε περιβόλι όμορφο, καινούργιο, όπως είχε κάνει πρωτύτερα και  με τον Ιγκόρ Στραβίνσκυ, όταν σε ανύποπτο χρόνο μου χάρισε εκείνο το μικρό, καλαίσθητο βιβλιαράκι, τη Μουσική Ποιητική, που συνήθως βρίσκουμε εύκολα στα καρότσια, υπαίθρια βιβλιοπωλεία τα λένε σήμερα, της Αριστοτέλους.
Το ραντεβού είχε κλειστεί για το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Από το πρωί, όμως, εγώ είχα μια αγωνία. Έβλεπα και ξανάβλεπα το ρολόι και οι ώρες δεν περνούσαν. Εκείνες οι ώρες, ως τη συνάντηση, μου φάνηκαν αιώνας. Βρεθήκαμε με τη Χρύσα κάτω από το σπίτι μου, που ήταν απέναντι από το δικό της –μια ωραία νεοκλασική μονοκατοικία, που σήμερα δεν υπάρχει- και ξεκινήσαμε για το Μουσείο. Καθ’ οδόν προστέθηκε στην παρέα  και ο Δημήτρης. Μετά από λίγο, μυημένοι και αμύητος φτάσαμε στον προορισμό μας. Μπήκαμε αμέσως μέσα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη εικόνα. Σαν πίνακας είναι καρφωμένη στη μνήμη μου. Ένας ηλικιωμένος άνδρας, με μακριά μαλλιά, γένια και καπέλο κάθονταν ακριβώς απέναντί μας, κάτω από ένα πίνακα με κάτι ναύτες και μας κοίταζε. Ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης.   Δεν θυμάμαι αν αλλάξαμε κουβέντες, ίσως ναι, ίσως και όχι, δεν θυμάμαι και τίποτα άλλο. Το μόνο που κρατώ μέσα μου από εκείνη τη συνάντηση είναι αυτή η εικόνα της εισόδου. Μια εικόνα οικεία. Απ’ τη μια γιατί ο Τσαρούχης έβγαζε μια ζεστασιά, μια ανθρωπινότητα και από την άλλη διότι το θέμα με τον ναύτη στον πίνακα μου ήταν γνωστό και αγαπητό. Κάθε φορά που έμπαινα στο σπίτι του παππού μου στη Θεσσαλονίκη έβλεπα ένα κάδρο, έναν ναύτη, που στο καπέλο του έγραφε Αβέρωφ. Ήταν ο παππούς, έτσι όπως τον ζωγράφισε κάποιος λαϊκός ζωγράφος πριν από χρόνια.  Τα μπλε και τα γαλάζια της εικόνας γέμιζαν τη φαντασία μου θάλασσες και ουρανούς και εγώ ταξίδευα, όλο ταξίδευα…
Τον Τσαρούχη ξανασυνάντησα μπαίνοντας στη Θεολογική Σχολή. Υπεύθυνο αυτή τη φορά δεν ήταν κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά ένα περιοδικό. Ίσως το καλύτερο που είχαμε ποτέ στα θεολογικά μας γράμματα· η Σύναξη. Δεν τα πήγαινα πάντα καλά μαζί της. Άλλοτε με θύμωνε, με τσάντιζε και άλλοτε τη ζήλευα∙ μα ποτέ δεν με άφηνε αδιάφορο.
Κοντά στη Σύναξη και κάποια σχόλια του δασκάλου μου Νίκου Ματσούκα, που σχεδόν πάντοτε παρέπεμπε, όταν ήθελε να μιλήσει για τη σχέση του πολιτισμού με τη θεολογία και την Εκκλησία, σ’ εκείνο το κείμενο του Τσαρούχη για τους καλόγερους, τους κεντηστάδες και τους ραφτάδες στο Βυζάντιο, που όλοι μαζί ποιούσαν πολιτισμό, όπως και το άλλο που λέει πως η παράδοση δεν είναι ένα λεωφορείο που μας πάει μεμιάς στον  παράδεισο. Η παράδοση δεν είναι γράμμα νεκρό, αλλά σώμα ζωντανό, προσαρμοστικό στα νέα δεδομένα των πολιτισμών της οικουμένης. Πράγμα που σημαίνει πως η διατήρηση και συντήρησή της απαιτεί από τον λαό κατανόηση και πρόσληψη, αποδοχή και προέχταση[2]. Σύναξη και Ματσούκας, λοιπόν, με οδήγησαν στα κείμενα του Τσαρούχη, όπως νωρίτερα Δημήτρης και Χρύσα με είχαν οδηγήσει στον ίδιο και τις ζωγραφιές του. Με τον τρόπο αυτό η εικόνα άρχισε να γεμίζει.
Το ενδιαφέρον, όμως, του πράγματος, στο οποίο χρωστά την ύπαρξή της και η παρούσα μελέτη, οφείλεται σε ένα μικρό βιβλιαράκι, με τίτλο, Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Πέντε κείμενα, που κυκλοφόρησαν το 2000, οι εκδόσεις Άγρα, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, με αφορμή την ομώνυμη έκθεση του Τσαρούχη, στο παλιό εργοστάσιο Φιξ, στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο και Απρίλιο του 2000, που ξύπνησε μέσα μου τις εφηβικές μνήμες του 1981. Τα Καλοκαίρια και τους Χειμώνες που έχτισαν την υπόσταση. Πρόκειται στ’ αλήθεια για επαναδημοσιεύσεις τριών κειμένων του «ποιητή της νεοελληνικής παιδείας», κατά Μάνο Χατζιδάκι[3], Γιάννη Τσαρούχη, στη Λέξη και στο Ζυγό,  αλλά και στο βιβλίο του Αγαθόν το εξομολογείσθαι[4]. Μαζί  με αυτά και δύο κείμενα, που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 1981, και αποτελούσαν τον Πρόλογο του Τσαρούχη στον κατάλογο με έργα του, που εξέδωσε το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, με την ευκαιρία της αναδρομικής του έκθεσης στη Θεσσαλονίκη, το 1981. Και αυτά τα κείμενα βρίσκονται στο βιβλίο του Αγαθόν το εξομολογείσθαι.
 Αυτό το …στη Θεσσαλονίκη, των υποσημειώσεων στις σελίδες 15 και 23 του βιβλίου, όπως και το αντίστοιχο …της Θεσσαλονίκης, στον τίτλο του κειμένου δύο, και πάλι στη σελίδα 15, με γύρισαν πίσω. Σαν αστραπή πέρασαν από μπροστά μου εκείνες οι πρώτες εικόνες, στ’ αλήθεια εκείνη η πρώτη και μόνη εικόνα, που δέθηκε όμως πλεξούδα, σαν άλλο πασχαλινό τσουρεκάκι, με τη Συλλογή των λαογραφικών εργαλείων στο χωριό και όλα τα πρόσωπα που συνόδευαν το ανεπίγνωστο εισοδικό μου στο λαϊκό πολιτισμό του τόπου. Και ίσως να είναι τούτη η εμπειρική σχέση που δηλώνει την ιδιαίτερη αγάπη μου για πρόσωπα και πράγματα που γνώρισα στη συνέχεια της ζωής μου. Πάντα υπάρχει μέσα μας μια ρίζα, κρυμμένη στα παιδικά χρόνια και την εφηβεία, μια εικόνα, ένα άκουσμα, ένα άγγιγμα αύρας λεπτής, που περιμένει τη στιγμή για να αναστηθεί. Έτσι σχετίστηκα με τον Σταύρο Κουγιουμτζή, έτσι και με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, έτσι και με τον Γιάννη Τσαρούχη. Η στιγμή που περνάει και δεν χάνεται. Η στιγμή.
***

[1] Η παρούσα μελέτη, με τίτλο, «Μακάριοι οι διχασμένοι». Ο Γιάννης Τσαρούχης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση και ένα σχόλιο για την ελληνικότητα,δημοσιεύθηκε στο βιβλίο μου Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη θεολογία, εκδ. Ίνδικτος 2008, σ. 239-262. Εδώ παρατίθεται όπως καταρχήν γράφτηκε, με το εισαγωγικό-αυτοβιογραφικό σημείωμα, που στην έντυπη έκδοση είχε παραληφθεί.
[2] Βλ. σχετικά Χ. Σταμούλη, Κάλλος το άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 112-113.
[3] Βλ. Μ. Χατζιδάκι, Για τον Γιάννη Τσαρούχη, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1995, σ. 196.
[4] Γ. Τσαρούχης, Αγαθόν το εξομολογείσθαι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986.
σε Ανατολή και Δύση, σ. 35.
πηγή

Εορτασμός παρεκκλησίου Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου στην Κατούνα.