|
|
Τόσο απλές μα και τόσο μοναδικές!! |
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014
Η υπηρέτρα
Την
εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους… η δεκαοκταέτις κόρη,
το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν
της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.
Ο
πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας,
όστις κατήντησε να γίνη πορθμεύς εις το γήρας του, είχεν επιβή της
λέμβου του, περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία
μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους
τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ’ ενύκτωσε
και ακόμη δεν εφάνη. Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός
θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των
εχωρίζοντο δι’ ενός τοίχου, εμάλωσε και αυτή μαζύ της δια δύο στρέμματα
αγρού, και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεανίς εκάθισε πλησίον του πυρός, το
οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν, περιμένουσα τον πατέρα της, και
εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον, εις τα φαιδρά άσματα των
παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.
Αι
ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν
απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ’ έμεινεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της
εστίας. Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν’ αντηχώσιν οι κώδωνες των
ναών, καλούντες τους Χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής
ακολουθίαν.
Η καρδία της νέας εκόπηκε μέσα της.
― Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι’ ο πατέρας μου!...
― Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι’ ο πατέρας μου!...
Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει, και όλοι ητοιμάζοντο δια την εκκλησίαν.
Η
δύστηνος Ουρανιώ δεν άντεσχεν, αλλ’ έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον
σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου,
κρυπτομένη εις το σκότος, προέβαλε δια της θυρίδος την κεφαλήν.
Μία
γειτόνισσα, λάλος και φωνασκός, είχεν εγερθεί πρώτη και αφύπνιζε δια των
κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων
τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνήση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο
σύζυγός της, Νταραδήμος, είχεν ανάγκην μοχλού δια να σταθή εις τους
πόδας του.
Η θύρα
της οικίας των ήτο αντικρύ τής του μπαρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε
καθαρώς απέναντί της την γυναίκα εκείνην, κρατούσαν φανόν, φωτίζουσα
οικτιρμόνως τα σκότη της οδού, δια τους διαβάτας, και τους γείτονας.
Διότι το σκότος ήτο βαθύ και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει δια να
μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας
φλέβας των ανθρώπων. Κατ’ εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, ον
ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ, δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.
― Πώς! κι’ ο Αργυράκης πάει στην Εκκλησιά;… εψιθύρισεν.
Ο
Αργυράκης της Γαροφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμήται από
του ονόματος της συζύγου του, είχεν είπει άλλοτε, και το λόγιον έμεινε
παροιμιώδες: «όποτε πάω στην εκκλησιά, βάια μοιράζουνε». Αλλά την φοράν
ταύτην τον εξύπνησε βιαίως η Γαροφαλιά και τώ επέταξε να υπάγη εις την
εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπε. Εφοβείτο μήπως οι γύφτισσες
(υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή εξ καλύβαι γύφτων
νεοφωτίστων), έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε,
Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, οι μέρες που έρχονται,
τώρα τον Άη-Βασίλη κ.τ.λ., εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της
ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού ήτις
εφούρνιζε με τα παλάμας και επάνιζε με τους μαστούς.
Ο
ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε των ώμων του αναστήματός της,
ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον γιοργούλη του, εζώσθη το
κόκκινον ζωνάρι του, τρεις σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα
πέδιλά του, και εξήλθεν εις την οδόν.
Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.
― Τώρα
μ’ αρέσεις, γείτονα, τω λέγει... μήν είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι
κατά τα σκοίνια (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα παν’ τσ’ Έλληνες
(πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου την νύχτα... Τοιαύτα ελληνικά
ωμίλει ο Νταραδήμος.
― Τι να κάμουμε, να σ’ ορίσω, γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης.
Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.
― Δεν
ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του
Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του
μπαρμπα-Διόμα.
- Σωπάτε, είπε, φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης, είπαν πώς βούλιαξε...
― Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.
Ο
Αργυράκης ητοιμάζετο να διηγηθή πώς και πού τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν
στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς
ήν έβλεπον οι τρείς ομιληταί.
Από
του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχεν
ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.
Η
άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν
της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα τρία στρέμματα
του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
Περί
την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας είχε φορέσει,
μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον, το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή
την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον
αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών
τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον
Τσουγκριάν.
Μόνη
έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε
της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς. Ναυτίλος από
της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν
σκούνες, γολέττες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και
τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι’ ης εξετέλει βραχείας
αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα
έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίας
επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν τώ έμενεν άλλο τι, ειμή σιδηρά
υγεία, δι’ ης ηδύνατο ακόμη ν’ αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν
του επιουσίου άρτου εργαζόμενος. Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα
παράπονά του εις τους ανέμους και τα κύματα:
― Πήγα
δά και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιππομαχικό, και μώ ’δωκαν, λέει, δύο
σφάκελλα, να τα πάω στο ’Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή· πήγα και
στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι’ αυτοί
δεν ήξευραν… ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, «σύρε στο σπίτι
σου, κ’ εμείς θα σου στείλωμε τη σύνταξή σου».
Σηκώνομαι,
φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο
λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με
ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να
πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό,
δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο
Ιππομαχικό, κι απ’ το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε:
και θα βγή η απόφαση». Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου,
καρτερώ... Είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν),
άλλο τόσο κι’ εγώ. Επήρα κι’ εγώ την ’πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το
ψωμί μου.
Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ αυτός τή έδιδε.
Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του:
Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα!... και δεν έλεγεν άλλον στίχον.
Καταπλεύσας
εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της
«Υπηρέτρας» πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή
τρείς ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα
απόγεια της λέμβου και ν’ αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο
κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να
του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα... «υιόν υποζυγίου»,
ώριμον προς επίσαξιν… όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων
κουμπάρων του εις την πολίχνην.
Ο
μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το
στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ’ αφ’ ετέρου εσκέφθη
ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι’ αυτόν, ήτο ο καπνός
και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε
να προσλάβη τον πώλον.
Ο
κουμπάρος-Σταθαρός ευχαριστηθείς, τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν
μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας,
και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
Απεμακρύνθη,
έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν
του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος,
υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε
βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
Αλλ’ ο
πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του, και δεν εφαίνετο ν’ ανησυχή
πολύ περί του διάπλου αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα
εις την σανίδα... και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου
διερράγη. Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος. Η λέμβος ήρχισε να
βυθίζηται. Ταχύς ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον
φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το
πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά,
εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπαττάρη την
λέμβον. Μέγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες,
ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς ο πώλος, όλα κατήλθον εις
τον πυθμένα. Ο μπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβον ως έγχελυς, είχε κι
στήριγμα την ανατραπείσαν «Υπηρέτραν», την οποίαν ημπόδισε του να
βυθισθή.
Περί
τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του
σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να
στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
Τέλος,
περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η
ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.
Ο
μπαρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τώ έμεινεν ακόμη. Ο
άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών
προς δυσμάς. Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον. Αι φωναί του
μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα. Αλλά
το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης
λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθ’
όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν’ ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το
ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς
δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και
αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.
Τέλος
το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας
ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς
κατόπιν ελιποθύμησεν.
Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή, και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
Αφού
του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι’ εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον
ανακαλέσουν εις την ζωήν. Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς
τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα, εις τους οικείους του.
Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς. Οι καλοί ναύται ηθέλησαν
να τώ προσφέρωσι πούντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ’ άμα ανοίξας τους
οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το
πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.
― Όχι πούντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου!
Οι ναύται τώ προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.
Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ. Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε, ανήγγειλεν, ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής. Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ. Αλλ’ η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε, ανήγγειλεν, ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ’ εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής. Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ’ επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ’ ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Το
Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε
φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το
σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και
χελωνοδέρμους χείρας του, δι’ ων ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται
δι’ εαυτόν και δι’ αυτήν.
Τι δώρο θα κάνεις εσύ στον Χριστό;
Ο Άγιος Ιερώνυμος βρίσκεται στη Βηθλεέμ. Τέσσερις αιώνες περίπου μετά τη γέννηση του Χριστού, μια νύχτα των Χριστουγέννων, ο Άγιος Ιερώνυμος έρχεται προσκυνητής στη Βηθλεέμ. Λαχταράει να προσκυνήσει το μέρος όπου γεννήθηκε ο Χριστός. Έρχεται στο σπήλαιο της γεννήσεως ταπεινά και προσεύχεται.
Ο ίδιος μιλάει αργότερα για τη θεϊκή εμπειρία που είχε. Άκουσε σε όραμα τη γλυκιά φωνή του Θείου Βρέφους να απευθύνεται σ’ αυτόν και αναρρίγησε…
- Ιερώνυμε τι θα μου προσφέρεις σήμερα, την ημέρα της γεννήσεώς μου;
- Ω θείο Βρέφος, το γνωρίζεις, για Σένα τα έχω εγκαταλείψει όλα... και την αυλή των Αρχιερέων, και τα μεγαλεία της Ρώμης, και τα πλούτη... Και αυτή την ώρα ο νους μου, όλη μου η καρδιά, οι σκέψεις μου και η ζωή μου ακόμη, τα πάντα ανήκουν σε Σένα! Τι άλλο θα μπορούσα να σου δώσω; Δεν έχω τίποτε άλλο, σήμερα την ημέρα της γιορτής σου...
Ακούει τότε τη φωνή του Θείου Βρέφους να του λέει:
- Έχεις Ιερώνυμε, έχεις κάτι που το λησμονείς και θέλω σήμερα να το καταθέσεις στα πόδια μου.
- Τι είναι αυτό ουράνιε Βασιλιά, αγαπημένε μου Κύριε, έχω πράγματι άλλο τίποτε για να σου δώσω; Θα ήμουν τόσο ανόητος ώστε να κρατήσω κάτι για μένα! Πες μου γλυκύτατε Ιησού, τι ημπορώ να σου δώσω ακόμη;
Και μετά από μια στιγμή σιγής άκουσε τη φωνή του παιδίου Ιησού, να του απαντά:
- Ιερώνυμε, δώσε μου... τις αμαρτίες σου!
- Τις αμαρτίες μου Αγιότατε Θεέ! Τι να τις κάνεις τις αμαρτίες μου;
- Ιερώνυμε δώσε μου όλες τις αμαρτίες σου, για να τις συγχωρήσω.
Και ο Άγιος Γέρων αναλύθηκε σε δάκρυα συγκίνησης, ευτυχίας και αγάπης και προσκύνησε το θείο Βρέφος.
Συνοδοιπόροι και διαβάτες της ζωής, όπως άλλοτε ο Άγιος Ιερώνυμος, πλησιάζουμε και μείς σε λίγες μόνο μέρες το Σωτήρα Χριστό να Τον προσκυνήσουμε και να του προσφέρουμε λέγοντας:
«Αγρυπνούμε κι εμείς Κύριε, για να σε δοξολογήσουμε, ανάψαμε τις λαμπάδες μας, νηστέψαμε και θα κοινωνήσουμε. Τι άλλο να σου χαρίσουμε Χριστέ;»
Και Εκείνος θα μας κοιτάξει στα μάτια και θα μας πει:
«Παιδί μου, καλά όλα αυτά, αλλά εγώ ήρθα κοντά σας επειδή θέλω να μου χαρίσετε, όχι αυτά που εγώ σας έδωσα, αλλά κάτι δικό σας, αποκλειστικά δικό σας, τις αμαρτίες σας...
Αφήστε τις στα πόδια μου να τις συγχωρέσω και να αποκτήστε καθαρή ψυχή. Χωρίς αυτό δεν μπορείτε να πλησιάσετε τον Άγιο Θεό, χωρίς την καθαρότητα δεν φτάνουν οι προσευχές σας καθαρές ενώπιων Του Ουράνιου Πατέρα.
Γονατίστε κάτω απ’ το Πετραχήλι του πνευματικού σας, και εναποθέστε τις αμαρτίες σας, για να καθαριστείτε, και έπειτα χαρίστε μου την ψυχή σας αγνή και καθαρή, ώστε να μπορέσω μετά να γεννηθώ κι Εγώ μες στην καρδιά σας, και να σας πλημμυρίσω με το Φως της Αγάπης μου και να οδεύσουμε μαζί προς τον Ουρανό και την αιωνιότητα».
από το "Ημεροδρόμιο Χριστουγέννων" εκδόσεις Ακρίτας
και ζύγωναν τα Χριστούγεννα στη ξένη πολιτεία και ζύγωναν κι οι
καρδιές στο Θεό τις παγωμένες νύχτες του Δεκέμβρη. Ανυψώνονταν τα χέρια
μαζί με τα θυμιάματα μες τους περίτεχνους ναούς, ή ...αγγίζανε τη φωτιά
να ζεσταθούν στις κρύες κάμαρες τις θολές απ’ τον καπνό έτσι για να μη
φαίνεται η μιζέρια ...Μα γίνεσαι πάλι παιδί αυτές τις νύχτες ...στρέφεις
τα μάτια στον ουρανό και περιμένεις. Παραμερίζει το φεγγάρι τα σύννεφα
την ίδια ώρα που αβίαστα η πραγματικότητα χαρίζεται στο παραμύθι!
μαριάνθη ντεβάκη
μαριάνθη ντεβάκη
… τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος
του Δημήτρη Νάτσιου
Δάσκαλος Κιλκίς
«Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής
μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους, του στειρεύοντος πριν, και
ητεκνωμένου δεινώς σήμερον;
Άμυνα περί πάτρης δεν είναι οι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά.
Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος και η πρόληψις της χρεωκοπίας.
Τις ημύνθει περί πάτρης;
Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνείται της Ελλάδος».
Είναι άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με τίτλο «οιωνός», γραμμένο το 1896, ένα χρόνο πριν από την οδυνηρή και εξευτελιστική ήττα στον πόλεμο με τους Τούρκους, ο οποίος έμεινε στην ιστορία με τον ευφημιστικό τίτλο «ο ατυχής πόλεμος του 1897».
Μαύρα φίδια με ζώνουν, όταν διαβάζω τις παπαδιαμαντικές διαπιστώσεις. Αν το μεταφέρεις στην νεοελληνική γλώσσα, διαβάζεις ανατομία του σήμερα. Χριστούγεννα γιορτάζουμε και οι «ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδας» κοκορομαχούν για το ποιος θα συνεχίσει την ερήμωσή της.
Σαν να κρατά νυστέρι ο μεγάλος μας διηγηματογράφος, τέμνει με παρρησία τις πυορρέουσες πληγές μας.
Άμυνα περί πάτρης, φιλοπατρία, γράφει, «θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών». Η κρίσιμη λέξη είναι η ευσυνειδησία. Η συνείδηση είναι δώρο Θεού στον άνθρωπο. «Αυτάρκη τον άνθρωπον εποίησε ο Θεός προς την της αρετής αίρεσιν και την της κακίας φυγήν». Ο Θεός, λέει ο άγιος Χρυσόστομος, έπλασε τον άνθρωπο αυτάρκη, ώστε να μπορεί ελεύθερα, αυτεξούσια, να επιλέγει το καλό και να αποφεύγει το κακό. (Εις Ρωμ. ομιλ. Στ’, 5, ΕΠΕ 16Β, 454). Όποιον έχει συνείδηση μπαζωμένη, ο λαός μας τον ονομάζει αθεόφοβο.
«Το καθαρό συνειδός παρέχει θαρρείν», η ένοχη δικάζει. Θρηνούμε επί ερειπίων, διότι ανίκανοι και αθεόφοβοι καταρράκωσαν τους θεσμούς.
Φιλοπατρία και άμυνα υπέρ του ταλαιπώρου Γένους μας είναι η εθνική αγωγή. Ούτε εθνική είναι όμως η Παιδεία μας σήμερα ούτε αγωγή προσφέρει.
Η λέξη εθνική διαγράφτηκε από τον τίτλο του υπουργείου και αντικαταστάθηκε, άτυπα, από το νεοεποχίτικο λεκτικό υβρίδιο «πολυπολιστισμική». Η σπουδαία και εύσημος λέξη αγωγή αναπαύεται στα αραχνιασμένα λεξικά. Και τι θαυμάσια είναι και τα ετυμολογικά της γενέθλια! Η αγωγή παράγεται από το ρήμα άγω, που σημαίνει οδηγώ. Στο μέλλοντα κάνει άξω, από δω παράγεται η λέξη αξία. Άρα η αγωγή πρέπει να οδηγεί σε αξίες, να μορφώνει άξιους ανθρώπους και όχι χαύνους καταναλωτές, όπως μας θέλουν οι ανάξιοι κυβερνήτες.
Αλλά «το κακό θα σας έρθει από τους διαβασμένους», μας κανοναρχούσε ο Πατροκοσμάς.
Και ποιοί είναι οι «διαβασμένοι»; Διαβάζω από ένα άρθρο μιας βρετανίδας λογοτέχνιδος με τίτλο «Μορφωμένοι βάρβαροι»: «Ένα νέο είδος ανθρώπου έχει αναδυθεί τον τελευταίο καιρό: ο μορφωμένος βάρβαρος-που έχει σπουδάσει είκοσι χρόνια, έχει αποκατασταθεί θαυμάσια επαγγελματικά, αλλά δεν έχει διαβάσει τίποτα, δεν ξέρει ιστορία και αγνοεί οτιδήποτε βρίσκεται εκτός της ειδικότητάς του… Μερικοί τυχαίνει να είναι και δάσκαλοι. Δεν διαβάζουν τίποτε εκτός από τα βιβλία που πρέπει να διδάξουν, δεν έχουν νιώσει ποτέ την απόλαυση της ανάγνωσης, και δεν μπορούν να μεταγγίσουν ενθουσιασμό, για να μην πω αγάπη για το αντικείμενό τους». (Σ. Γουνελά, «ο αντιχριστιανισμός», εκδ. «Αρμός», σελ. 34-35). Ο Έλληνας δάσκαλος επιπροσθέτως, αν θέλει να λέγεται δάσκαλος, οφείλει την τωρινή εποχή που κυριαρχούν «οι τροπαιούχοι του άδειου λόγου» (Παλαμάς), να μεταγγίζει στους μαθητές του τα τιμαλφή του Γένους, μ’ ένα λόγο «ψυχή και Χριστό». Δεν το πράξαμε, γι’ αυτό θρηνούμε επί ερειπίων.
Άμυνα περί πάτρης είναι «η χρηστή διοίκησις». Χρηστή; Τι είναι αυτό τρώγεται; Πόσοι Έλληνες, κάτω από τα σαράντα, γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη; (Βαθμολογητής διαγωνισμού ΑΣΕΠ μου έλεγε, παλαιότερα, ότι υποψήφιος εκπαιδευτικός ετυμολόγησε την λέξη παγκόσμιος, από το πάγκος+οσμή. Αλλά τι φταίνε τα μήλα, όταν στα πανεπιζήμια-παιδαγωγικά τμήματα, τους διδάσκουν «σάπιες μηλιές»;).
Έγραφε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος σ’ εκείνο το εξαιρετικό, ολιγοσέλιδο βιβλίο του «Ερήμην των Ελλήνων» για τον «δημόσιο υπάλληλο»:
«Ο δημόσιος υπάλληλος είτε είναι ο ανίκανος να σταδιοδρομήσει αλλού είτε είναι ο ικανός, αλλ’ άτυχος στις επιδιώξεις του, που η έλλειψη των προμνημονευμένων ευκαιριών τον αναγκάζει ν’ ακολουθήσει δρόμους που δεν τους επιθυμεί και που δεν τους είχε προβλέψει. Και έτσι διατηρεί μέσα του την θλίψη του αιώνια αποτυχημένου και την αγανάκτηση του ξεστρατισμένου, που είναι υποχρεωμένος ν’ ασκεί λειτούργημα ξένο προς τις προσωπικές προτιμήσεις του.
Δεν είναι καθόλου παράδοξο, ύστερ’ από τούτα που δεν προσφέρει τίποτε από τον πραγματικό εσωτερικό του κόσμο στο λειτούργημά του, έξω από μερικές ώρες τις μέρας του άδροσες, τυπικές, με τα μάτια στο ρολόγι που προχωρεί με τόσο απελπιστική βραδύτητα». (εκδ. «Οι εκδόσεις των φίλων», σελ. 52, Αθήνα 1974).
Πατριωτισμός είναι «η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού». Σήμερα, θα έγραφε ο Παπαδιαμάντης, του εξευρωπαϊσμού μας. Ό,τι γυαλίζει σε κάθε κομπλεξικό, το βαφτίζει προοδευτικό και… διαφθορά και εκφυλισμός του έθνους.
«Το χάσιμο του προσανατολισμού μας, το μαράζωμα της νεολαίας, η εξόγκωση του παρασιτικού πληθυσμού των μεγαλουπόλεων, με την ξενολατρείαν του, αυτά αποτελούν κίνδυνον θανάτου διά το έθνος. Προώρου μάλιστα θανάτου, διότι το έθνος, μετά την αναγέννησίν του δεν ενηλικιώθη ακόμη διά να παρακμάσει. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος της πτώσεως του Βυζαντίου και της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά δεν είναι αντιληπτός, διότι βαδίζει υπούλως και υπονομευτικώς εν μέσω χλιδής και κραιπάλης, με ξένον χρήμα». (Β.Περσείδη, «το εθνικό μας τραγούδι», σελ. 142, Αθήνα 1983).
Φθάσαμε στο σημείο, στα σχολεία, αντί να ακούγονται τα θεσπέσια κάλαντά μας, να βρομίζουν τα αυτιά μας αμερικανοτσιρίδες και φραγκοβελάσματα. Τι να πει κανείς;
Ξεφύλλιζα τον Παπαδιαμάντη αυτές τις ημέρες, για να γράψω κάτι από τα, περιφρονημένα από την «αντεθνική αγωγή» και τα κουρελουργήματα που τα λένε βιβλία Γλώσσας, αριστουργήματά του, αλλά σκόνταψα στο προλογικό κείμενό του. Οι ανίκανοι κυβερνήτες, αφού «έπλασαν τα ερείπια» με την αφιλοπατρία τους, μας οδηγούν σε καταστροφές τύπου 1897. Μόνη παρηγορία και ελπίδα, εν μέσω της παράνοιας που ζούμε, η γέννηση του Σωτήρος Χριστού.
Το φως της ηλιόλουστης Ορθοδοξίας μας διαλύει τα σκοτάδια! Χριστός ετέχθη!
Άμυνα περί πάτρης δεν είναι οι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά.
Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος και η πρόληψις της χρεωκοπίας.
Τις ημύνθει περί πάτρης;
Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνείται της Ελλάδος».
Είναι άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με τίτλο «οιωνός», γραμμένο το 1896, ένα χρόνο πριν από την οδυνηρή και εξευτελιστική ήττα στον πόλεμο με τους Τούρκους, ο οποίος έμεινε στην ιστορία με τον ευφημιστικό τίτλο «ο ατυχής πόλεμος του 1897».
Μαύρα φίδια με ζώνουν, όταν διαβάζω τις παπαδιαμαντικές διαπιστώσεις. Αν το μεταφέρεις στην νεοελληνική γλώσσα, διαβάζεις ανατομία του σήμερα. Χριστούγεννα γιορτάζουμε και οι «ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδας» κοκορομαχούν για το ποιος θα συνεχίσει την ερήμωσή της.
Σαν να κρατά νυστέρι ο μεγάλος μας διηγηματογράφος, τέμνει με παρρησία τις πυορρέουσες πληγές μας.
Άμυνα περί πάτρης, φιλοπατρία, γράφει, «θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών». Η κρίσιμη λέξη είναι η ευσυνειδησία. Η συνείδηση είναι δώρο Θεού στον άνθρωπο. «Αυτάρκη τον άνθρωπον εποίησε ο Θεός προς την της αρετής αίρεσιν και την της κακίας φυγήν». Ο Θεός, λέει ο άγιος Χρυσόστομος, έπλασε τον άνθρωπο αυτάρκη, ώστε να μπορεί ελεύθερα, αυτεξούσια, να επιλέγει το καλό και να αποφεύγει το κακό. (Εις Ρωμ. ομιλ. Στ’, 5, ΕΠΕ 16Β, 454). Όποιον έχει συνείδηση μπαζωμένη, ο λαός μας τον ονομάζει αθεόφοβο.
«Το καθαρό συνειδός παρέχει θαρρείν», η ένοχη δικάζει. Θρηνούμε επί ερειπίων, διότι ανίκανοι και αθεόφοβοι καταρράκωσαν τους θεσμούς.
Φιλοπατρία και άμυνα υπέρ του ταλαιπώρου Γένους μας είναι η εθνική αγωγή. Ούτε εθνική είναι όμως η Παιδεία μας σήμερα ούτε αγωγή προσφέρει.
Η λέξη εθνική διαγράφτηκε από τον τίτλο του υπουργείου και αντικαταστάθηκε, άτυπα, από το νεοεποχίτικο λεκτικό υβρίδιο «πολυπολιστισμική». Η σπουδαία και εύσημος λέξη αγωγή αναπαύεται στα αραχνιασμένα λεξικά. Και τι θαυμάσια είναι και τα ετυμολογικά της γενέθλια! Η αγωγή παράγεται από το ρήμα άγω, που σημαίνει οδηγώ. Στο μέλλοντα κάνει άξω, από δω παράγεται η λέξη αξία. Άρα η αγωγή πρέπει να οδηγεί σε αξίες, να μορφώνει άξιους ανθρώπους και όχι χαύνους καταναλωτές, όπως μας θέλουν οι ανάξιοι κυβερνήτες.
Αλλά «το κακό θα σας έρθει από τους διαβασμένους», μας κανοναρχούσε ο Πατροκοσμάς.
Και ποιοί είναι οι «διαβασμένοι»; Διαβάζω από ένα άρθρο μιας βρετανίδας λογοτέχνιδος με τίτλο «Μορφωμένοι βάρβαροι»: «Ένα νέο είδος ανθρώπου έχει αναδυθεί τον τελευταίο καιρό: ο μορφωμένος βάρβαρος-που έχει σπουδάσει είκοσι χρόνια, έχει αποκατασταθεί θαυμάσια επαγγελματικά, αλλά δεν έχει διαβάσει τίποτα, δεν ξέρει ιστορία και αγνοεί οτιδήποτε βρίσκεται εκτός της ειδικότητάς του… Μερικοί τυχαίνει να είναι και δάσκαλοι. Δεν διαβάζουν τίποτε εκτός από τα βιβλία που πρέπει να διδάξουν, δεν έχουν νιώσει ποτέ την απόλαυση της ανάγνωσης, και δεν μπορούν να μεταγγίσουν ενθουσιασμό, για να μην πω αγάπη για το αντικείμενό τους». (Σ. Γουνελά, «ο αντιχριστιανισμός», εκδ. «Αρμός», σελ. 34-35). Ο Έλληνας δάσκαλος επιπροσθέτως, αν θέλει να λέγεται δάσκαλος, οφείλει την τωρινή εποχή που κυριαρχούν «οι τροπαιούχοι του άδειου λόγου» (Παλαμάς), να μεταγγίζει στους μαθητές του τα τιμαλφή του Γένους, μ’ ένα λόγο «ψυχή και Χριστό». Δεν το πράξαμε, γι’ αυτό θρηνούμε επί ερειπίων.
Άμυνα περί πάτρης είναι «η χρηστή διοίκησις». Χρηστή; Τι είναι αυτό τρώγεται; Πόσοι Έλληνες, κάτω από τα σαράντα, γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη; (Βαθμολογητής διαγωνισμού ΑΣΕΠ μου έλεγε, παλαιότερα, ότι υποψήφιος εκπαιδευτικός ετυμολόγησε την λέξη παγκόσμιος, από το πάγκος+οσμή. Αλλά τι φταίνε τα μήλα, όταν στα πανεπιζήμια-παιδαγωγικά τμήματα, τους διδάσκουν «σάπιες μηλιές»;).
Έγραφε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος σ’ εκείνο το εξαιρετικό, ολιγοσέλιδο βιβλίο του «Ερήμην των Ελλήνων» για τον «δημόσιο υπάλληλο»:
«Ο δημόσιος υπάλληλος είτε είναι ο ανίκανος να σταδιοδρομήσει αλλού είτε είναι ο ικανός, αλλ’ άτυχος στις επιδιώξεις του, που η έλλειψη των προμνημονευμένων ευκαιριών τον αναγκάζει ν’ ακολουθήσει δρόμους που δεν τους επιθυμεί και που δεν τους είχε προβλέψει. Και έτσι διατηρεί μέσα του την θλίψη του αιώνια αποτυχημένου και την αγανάκτηση του ξεστρατισμένου, που είναι υποχρεωμένος ν’ ασκεί λειτούργημα ξένο προς τις προσωπικές προτιμήσεις του.
Δεν είναι καθόλου παράδοξο, ύστερ’ από τούτα που δεν προσφέρει τίποτε από τον πραγματικό εσωτερικό του κόσμο στο λειτούργημά του, έξω από μερικές ώρες τις μέρας του άδροσες, τυπικές, με τα μάτια στο ρολόγι που προχωρεί με τόσο απελπιστική βραδύτητα». (εκδ. «Οι εκδόσεις των φίλων», σελ. 52, Αθήνα 1974).
Πατριωτισμός είναι «η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού». Σήμερα, θα έγραφε ο Παπαδιαμάντης, του εξευρωπαϊσμού μας. Ό,τι γυαλίζει σε κάθε κομπλεξικό, το βαφτίζει προοδευτικό και… διαφθορά και εκφυλισμός του έθνους.
«Το χάσιμο του προσανατολισμού μας, το μαράζωμα της νεολαίας, η εξόγκωση του παρασιτικού πληθυσμού των μεγαλουπόλεων, με την ξενολατρείαν του, αυτά αποτελούν κίνδυνον θανάτου διά το έθνος. Προώρου μάλιστα θανάτου, διότι το έθνος, μετά την αναγέννησίν του δεν ενηλικιώθη ακόμη διά να παρακμάσει. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος της πτώσεως του Βυζαντίου και της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά δεν είναι αντιληπτός, διότι βαδίζει υπούλως και υπονομευτικώς εν μέσω χλιδής και κραιπάλης, με ξένον χρήμα». (Β.Περσείδη, «το εθνικό μας τραγούδι», σελ. 142, Αθήνα 1983).
Φθάσαμε στο σημείο, στα σχολεία, αντί να ακούγονται τα θεσπέσια κάλαντά μας, να βρομίζουν τα αυτιά μας αμερικανοτσιρίδες και φραγκοβελάσματα. Τι να πει κανείς;
Ξεφύλλιζα τον Παπαδιαμάντη αυτές τις ημέρες, για να γράψω κάτι από τα, περιφρονημένα από την «αντεθνική αγωγή» και τα κουρελουργήματα που τα λένε βιβλία Γλώσσας, αριστουργήματά του, αλλά σκόνταψα στο προλογικό κείμενό του. Οι ανίκανοι κυβερνήτες, αφού «έπλασαν τα ερείπια» με την αφιλοπατρία τους, μας οδηγούν σε καταστροφές τύπου 1897. Μόνη παρηγορία και ελπίδα, εν μέσω της παράνοιας που ζούμε, η γέννηση του Σωτήρος Χριστού.
Το φως της ηλιόλουστης Ορθοδοξίας μας διαλύει τα σκοτάδια! Χριστός ετέχθη!
Υστερόγραφο επί προσωπικού: δεν προσχώρησα σε κανένα «κόμμα
Μπαλτάκου», που ακόμη δεν έχει ιδρυθεί. Υπέγραψα μια διακήρυξη ιδεών,
σύμφωνη με τα πιστεύω μου, κάτω από τα ονόματα του Μητροπολίτη Πειραιώς
και του αρχιεπισκόπου Σινά. Για κάποιους εν Χριστώ… αδελφοφάδες, που με
εγκαλούν για…πτώση, απαντώ με το πατερικό: «ο ταπεινός ουδέποτε πίπτει.
Πόθεν γαρ πεσείν έχει υποκάτω πάντων ων;». Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα
συνεχίσουν να μπαίνουν στη Βουλή κόμματα όπως η ΔΗΜΑΡ και τα «ποτάμια»
και ο πατριωτικός λεγόμενος χώρος, θα παρακολουθεί αδρανής την δήωση
της πατρίδας μας.
πηγή Έτσι μας έμαθαν να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα οι γονείς μας
Σε μια επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, στη μαύρη και φοβερή Κατοχή του ’41 με ’42, όπου οι εκτελέσεις και οι σφαγές των αθώων ανθρώπων ήσαν ανελέητες και αθρόες, οι φυλακίσεις και οι εξορίες φοβερές, το ξύλο και τα βασανιστήρια τρομακτικά, και η πείνα ως γνωστόν θέριζε τους πάντες. Σε όλα αυτά δυστυχώς έχω και γω προσωπική πείρα διότι πολλά είδαν τότε τα παιδικά μου μάτια.
Η οικογένεια της κυρίας αυτής όταν ήτο παιδούλα, ήτο πολύ ευσεβής και ακόμα ευσεβέστεροι ο παππούς και η γιαγιά. Άνθρωποι της πολλής προσευχής και της πολλής ελεημοσύνης.
Το βράδυ που ξημέρωνε Χριστούγεννα, η πεντάχρονη αδελφή της ξύπνησε και της ζήτησε να βγουν έξω στην αυλή, για να πάει στην τουαλέτα. Δυστυχώς εκείνη την εποχή οι τουαλέτες ήσαν έξω στις αυλές. Έξι παιδιά κοιμόντουσαν όλα κάτω στο πάτωμα, στρωματσάδα, – δεν υπήρχαν κρεβάτια και πούπουλα και παπλώματα σαν τα σημερινά.
Σιγά σιγά βγήκαν έξω στο μικρό διάδρομο. Απέναντί τους ήταν το δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς.
Ξαφνιάστηκαν όμως γιατί είδαν, έντονο φως να βγαίνει από τις χαραμάδες και από τα πολλά ανοίγματα της σαραβαλιασμένης πόρτας. Πλησίασαν πιο κοντά και είδαν έντρομοι τη γιαγιά τους τυλιγμένη στις φλόγες. Άρχισαν να τσιρίζουν δυνατά, και η μεγάλη να φωνάζει:
– Φωτιά, φωτιά, η γιαγιά καίγεται!
Ξύπνησαν βέβαια όπως ήταν επόμενο όλοι, και πρώτοι έτρεξαν οι γονείς, οι οποίοι άνοιξαν την πόρτα, κοίταξαν μέσα, και ύστερα την έκλεισαν απαλά και σιγά σιγά. Γύρισαν στα παιδιά και τους είπαν:
– Μη φοβάστε, δεν είναι φωτιά.
Και με σιγανή φωνή είπε ο πατέρας στα παιδιά του:
– Αυτό που είδατε παιδιά μου, δεν είναι φωτιές. Είναι οι φλόγες του Αγίου Πνεύματος που μοιάζουν με φωτιές. Για κοιτάξτε τώρα… Σιγά σιγά σβήνουν. Έτσι γίνεται πάντοτε. Όταν η γιαγιά και ο παππούς προσεύχονται και μάλιστα τις πιο πολλές φορές όλη τη νύχτα. Διότι αν δεν ηπροσηύχονταν τόσο πολύ, ο παππούς και η γιαγιά, όπως και ποιος ξέρει, πόσοι άλλοι άγνωστοι χριστιανοί, δεν θα μας είχαν πετσοκόψει όλους τα Βουλγαρικά τότε στρατεύματα κατοχής. Από τέτοιες προσευχές και αγρυπνίες δεν θα αφήσει να χαθεί ποτέ η Ελλάδα η πατρίδα μας, ούτε και η Ορθοδοξία.
«Αυτά ήσαν τα λόγια του πατέρα μας, την αξέχαστη εκείνη νύχτα των Χριστουγέννων», μου είπε η κυρία και συνέχισε λέγοντας:
«Πολλές φορές από τότε, είδα τον παππού και τη γιαγιά να προσεύχονται όλη την νύχτα. Και όσες φορές επέτρεψε ο Θεός, στην παιδική μου τότε αθωότητα, έβλεπα να καίγονται σαν λαμπάδες από τις φλόγες της Πεντηκοστής. Έτσι μας έμαθαν να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα οι γονείς μας. Με προσευχή και με Δοξολογία. Με εκκλησιασμό και Θεία Κοινωνία».
πηγή
Και εκεί κοντά στα Χριστούγεννα αναθάρρησε η ελπίδα !
Μέσα σε όμορφο και
εορταστικό κλίμα πραγματοποιήθηκε στην Κωνωπίνα το απόγευμα του Σαββάτου της 20 Δεκεμβρίου 2014, η Χριστουγεννιάτικη
γιορτή που διοργανώθηκε από το Συμβούλιο της
Τοπικής Κοινότητας Κωνωπίνας, το Γυναικείο Τμήμα του Συλλόγου Κωνωπινιωτών
Ξηρομέρου και τα παιδάκια του νεοσύστατου χορευτικού τμήματος του χωριού, σε
αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου.
Θερμά συγχαρητήρια στους διοργανωτές και του
χρόνου με υγεία…..
Χριστούγεννα στο Βυζάντιο
Φαίδωνος Κουκουλέ
Ἡ ἑορτὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως, ἑορτὴ τῶν γενεθλίων καλουμένη καί, κατὰ τὸν Χρυσόστομον «πασῶν ἑορτῶν σεμνότατη καὶ μητρόπολις πασῶν», δὲν θὰ εἶναι, ἴσως, εἰς πολλοὺς τῶν ἀναγνωστῶν τῆς «Δημιουργίας» γνωστὸν ὅτι, ὡς αὐτοτελὴς ἑορτή, δὲν ἑωρτάζετο κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰώνας.
Τότε, κατά τήν 6ην Ἰανουαρίου, ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς τρίτης ἑκατονταετηρίδος ἑωρτάζετο μόνον ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐπιφανείας, μετ᾿ αὐτῆς δὲ συνεωρτάζετο καὶ ἡ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς ἰδιαιτέρα ἡμέρα ὡρίσθη ἡ τῶν Χριστουγέννων τὸ πρῶτον κατὰ τὸν Δ΄ μ.Χ. αἰῶνα ὑπερμεσοῦντα ἐν τῇ Δύσει, ὅτε καὶ ἀπεφασίσθη ὡς ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου νὰ ὁρισθῆ ἡ 25η Δεκεμβρίου, μετὰ πολλάς συζητήσεις, ἀφοῦ ἄλλοι εἰς ἄλλην ἡμέραν ἢ ἄλλον μήνα ἔθετον αὐτὴν π.χ. τὸν Νοέμβριον, Ἰανουάριον, Μάρτιον, Ἀπρίλιον ἢ καὶ Μάϊον, τοῦτο δέ, διότι οὐδαμοῦ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης λέγεται ποῖον μήνα ἢ ποίαν ἡμέρα ἐγεννήθη ὁ Κύριος. Ὡρίσθη δὲ τότε ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιθυμούσης ν᾿ ἀντικαταστήση διὰ Χριστιανικῆς ἐθνικὴν ἑορτήν, τὴν τοῦ ἀηττήτου ἡλίου, ἑορταζομένην τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
Εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων εἰσήχθη κατὰ τὸ τελευταῖον τέταρτον τοῦ Δ΄ μ.Χ. αἰῶνος, ὡς βεβαιοῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐν ὁμιλίᾳ του γενομένη ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὸ 386 ὅτε ἔλεγεν.
«Οὕπω δέκατον ἔτος ἐστὶν ἐξ οὐ δήλη καὶ γνώριμος ἡμῖν ἡ ἡμέρα αὕτη γεγένηται». Ἐννοεῖται, ὅτι τότε, μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν τοῦ ἱεράρχου, ὑπῆρχον οἱ ὑπὲρ τοῦ νεωτερισμοῦ ἀπολογούμενοι, ὡς τοὐναντίον καὶ οἱ ἐγκαλοῦντες. Ὅταν μάλιστα τῷ 378 ἑωρτάσθη τὸ πρῶτον ἡ ἡμέρα ἐν Κωνσταντινουπόλει, μαρτυρεῖται ὅτι ὁ ἑορτασμὸς ἐγένετο γογγύζοντος τοῦ λαοῦ.
Ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι, ἐκεῖ ὅπου ἐγεννήθη ὁ Χριστός, μόλις κατὰ τὸ 433 ἰδιαιτέρως ἑωρτάσθη ἡ γέννησις αὐτοῦ.
Ὅπως ἂν ἔχη, ἅπαξ εἰσαχθεῖσα ἡ ἑορτή, ἐπεκράτησε, χάρις εἰς τὰς ἐνεργείας πεφωτισμένων ἱεραρχῶν καὶ κυρίως τοῦ Χρυσοστόμου, εἴτα δὲ καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, οὗτινος ὁ πρῶτος ἐν Κωνσταντινουπόλει λόγος κατὰ τὴν 25ην Δεκεμβρίου τοῦ 380 ἤρχισε διὰ τοῦ: «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς ὑψώθητε».
Οἱ Βυζαντινοί, κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων φαίνεται ὅτι ἐντός τοῦ ναοῦ ἐσχημάτιζον σπήλαιον καὶ ἐν αὐτῷ ἐτοποθέτουν στρωμνήν, ἐφ᾿ ἧς ἐτοποθέτουν παίδα, τὸν Ἰησοῦν παρισταίνοντα. Περὶ τούτου σαφῶς κατὰ τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα μαρτυρεῖ ὁ Θεόδωρος Βαλσαμῶν, ὅστις, ἑρμηνεύων τὸν 83ον κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου, παρατηρεῖ: «Νομίζω ὅτι κακῶς ποιοῦσιν οἱ τὴν ἀπόρρητον καὶ σωτήριον ἐν σπηλαίῳ γέννησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ παιδὸς καὶ στρωμνῆς ὑποτυποῦντες καὶ τὰ ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν ἀνθρωπίνοις ἐπιτηδεύμασι διαγράφοντες».
Θὰ ἦτο δ᾿ ἡ συνήθεια αὕτη πολὺ παλαιοτέρα, ὡς συμπεραίνω ἐκ λόγου, ὅν ἐξεφώνησεν ἐκ λόγου, ὅν ἐξεφώνησεν ὁ Χρυσόστομος τῇ 20η Δεκεμβρίου τοῦ 386, ᾦ, ἀποτεινόμενος πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα, τοὺς ἐνεθύμιζεν τὴν ἐγγίζουσαν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων καί, μεταξὺ ἄλλων τοὺς ἔλεγεν «Ἀντιβολῷ μετὰ πάσης σπουδῆς καὶ προθυμίας παραγενέσθαι τὴν οἰκίαν ἕκαστον κενώσαντα τὴν ἑαυτοῦ, ἵνα ἴδωμεν τὸν Δεσπότην ἡμῶν ἐπὶ φάτνης κείμενον».
Κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους ὑπῆρχε συνήθεια, ἵνα εἰς τὴν λεχῷ, πρὸς τόνωσιν καὶ διὰ νὰ παραγάγη ἀρκετὸν γάλα, δίδουν τὸ λεγόμενον λοχόζεμα, ζωμὸν δηλαδὴ ἐντός τοῦ ὁποίου εἶχεν ἀναδευθῆ ἐψημένη σεμίδαλις καὶ «ἕτερα τινὰ εἴδη», ἤτοι βούτυρον καὶ μέλι.
Τὸ λοχόζεμα τοῦτο συνήθιζαν οἱ πρόγονοί μας νὰ στέλλωσιν εἰς φιλικάς οἰκίας τὴν ἑπομένην τῶν Χριστουγέννων, πρὸς τιμὴν τῶν λοχείων τῆς Παναγίας, ὡς ἔλεγον, ἔθιμον τὸ ὁποῖον δὲν ἐνέκρινεν ἡ Ἐκκλησία, ἥτις διὰ τοῦ 79ου κανόνος τῆς ἐν Τρούλλῳ Συνόδου τὸ ἀπηγόρευσεν ἐπὶ ποινὴ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν καὶ καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν, ἀφ᾿ οὐ ἡ Παναγία «οὐκ ἔγνῳ λοχείαν», ἥτις ὅμως ἀπαγόρευσις δὲν ἴσχυσε νὰ ἐξαλείψη τὸ ἔθιμον,
ἀφ᾿ οὗ κατὰ τὸν 10ον αἰῶνα Συμεών ὁ Μεταφραστής σημειοῖ «ἀφορίζεται ὁ μετά τήν ἑορτήν τῆς Θεοτόκου σεμίδαλιν ἤ ἄλλο τι σκευάζων διά τά λεγόμενα λοχεία».
Μόνον κατὰ τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα φαίνεται ὅτι ἡ συνήθεια εἶχεν ἐκλίπει, τοὐλάχιστον ἐν τῇ πρωτευούσῃ, ἀφ᾿ οὗ, ὡς σαφῶς λέγει Θεόδωρος ὁ Βαλσαμῶν, «Χριστοῦ χάριτι τέως εἰς ταύτην τὴν τῶν πόλεων βασιλεύουσαν οὐδὲν τί τολμᾶται τοιοῦτο παρὰ τινός».
Κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτάς συνήθεια ἐπεκράτει νὰ καλλωπίζωνται αἱ οἰκίαι καὶ νὰ στολίζωνται τὰ ὑπέρθυρα αὐτῶν πρὸς δὲ νὰ καθαρίζωνται καὶ οἱ δρόμοι.
Τοῦτο ἐγίνετο καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν γενεθλίων, ὅποτε, κατὰ διαταγὴν τοῦ ἐπάρχου τῆς πόλεως, οὐ μόνον καθαρισμὸς τῶν ὁδῶν ἐγίνετο, ἀλλὰ καὶ στολισμὸς διαφόρων κατὰ διαστήματα στηνομένων στύλων μὲ δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου καὶ ἄνθη τῆς ἐποχῆς.
Κατὰ τὰς ἑορτάς τοῦ Δωδεκαημέρου γνωρίζομεν ὅτι οἱ Βυζαντινόπαιδες, περιεχόμενοι τὰς οἰκίας, ἀπὸ βαθείας πρωΐας μέχρι δείλης ὀψίας μετὰ αὐλῶν καὶ συρίγγων ἔλεγον τὰ κάλανδα:
Καὶ ὅσοι κατ᾿ ἀρχίμηνον τὴν Ἰανουαρίου
καὶ τῇ Χριστοῦ γεννήσει δὲ καὶ Φώτων τῇ ἡμέρᾳ
ὁπόσοι περιτρέχουσι τὰς θύρας προσαιτοῦντες
μετὰ ὠδῶν καὶ ἐπωδῶν καὶ λόγους ἐγκωμίων,
ἐξ ὧν στίχων πληροφορούμεθα ὅτι, πλὴν τῶν εὐχετικῶν ἐπὶ τῇ ἡμέρᾳ ἀσμάτων, οἱ παῖδες ἀπηύθυνον καὶ ἐγκώμια πρὸς τοὺς ἐνοίκους, ἀνάλογα πρὸς τὰ σημερινὰ «πολλὰ ᾿παμε τἀφέντη μας, ἂς ποῦμε τῆς κυρᾶς μας». Ἐν ἐπωδαῖς καὶ τὴν ἀμοιβὴν των ζητοῦντες, ὡς γνωρίζομεν ἐξ ἀναλόγων ἀγυρτικῶν ἀσμάτων.
Σημειωθήτω ὅτι ἔλεγον τὰ κάλανδα οὐ μόνον παίδες, ἀλλὰ καὶ ἐνήλικοι, καὶ δὴ καὶ ἄνθρωποι τῆς ὀρχήστρας, οἵτινες μέχρι βαθείας νυχτὸς περιφερόμενοι καὶ καλανδίζοντες δὲν ἀπήρχοντο, ἂν δὲν ἠμείβοντο.
Καὶ δὲν ἦσαν, δυστυχῶς, οὗτοι οἱ μόνοι ἐνοχλοῦντες. Ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν, ὡς καὶ κατὰ τὰς ἑπομένας τοῦ Δωδεκαημέρου, ἐγίνοντο αἱ μεταμφιέσεις, διὰ τοῦτο καὶ μετημφιεσμένοι, ἀσβολωμένον ἔχοντες τὸ πρόσωπον, ἔκρουον τὰς θύρας διὰ φωνῶν καὶ ἀστεϊσμῶν ἐνοχλητικοὶ εἰς τοὺς οἰκοδεσπότας γινόμενοι.
Ἐν ἡμέραις μεγάλων ἑορτῶν καὶ εὐχαρίστων γεγονότων, συνήθεια ἐπεκράτει, ἐπιτρέποντας τοῦ βασιλέως, νὰ γίνωνται ἱπποδρομικοὶ ἀγῶνες, περὶ οὗς κυριολεκτικῶς ἐμαίνοντο οἱ Βυζαντινοὶ διὰ τοῦτο κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων ἐτελοῦντο ἱπποδρομικοὶ ἀγῶνες ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, ἐπὶ παρουσία τοῦ Βασιλέως καὶ μεγάλου πλήθους θεατῶν. Καὶ ἀπήρεσκε μὲν τὸ πράγμα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἐπεθύμει κατὰ τὴν ἱερὰν ἡμέραν μᾶλλον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἢ εἰς τὸν ἱππόδρομον νὰ συχνάζη ὁ λαὸς – οἱ πατέρες τῆς ἐν Καρθαγένῃ συνόδου ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Βασιλέα νὰ ἀργήσουν τὰ θεάματα «ἐν τῇ Κυριακῇ καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς φαιδραῖς τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως ἡμέραις» τοῦτο δὲ φαίνεται ὅτι ἐν μέρει θὰ ἴσχυσεν, ἀφ᾿ οὐ ἐν τῷ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Φωτίου φερομένῳ Νομοκάνονι λέγεται ὅτι κατὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὰ Θεοφάνεια «οὐ τελεῖται θέα». Ἡ συνήθεια ὅμως ἦτο τόσον ἰσχυρά, ὥστε κατὰ τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα ὁ Ἰουδαῖος περιηγητὴς Βενιαμὶν ὁ ἐκ Τουδέλης μαρτυρεῖ ὅτι ἐν Κωνσταντινουπόλει παρέστη κατὰ τὰ Χριστούγεννα εἰς ἱπποδρομικοὺς ἀγώνας τῶν ὁποίων ἐξαίρει τὴν λαμπρότητα.
Τὸν ἑορτάσιμον τόνον κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἐννοεῖται ὅτι ἔδιδον καὶ τὰ ἀνάκτορα, ἐν οἷς ἐγίνετο προετοιμασία διὰ τὴν πομπικὴν μετάβασιν τοῦ βασιλέως, τὴν προέλευσιν ἢ τὸ πρόκενσον, ὡς ἔλεγον, ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ παλατίου, τοὐλάχιστον μέχρι τοῦ ΙΒ΄ αἰῶνος, εἰς τὸν ναὸν τῆς ἁγίας Σοφίας.
Κατὰ Κωνσταντῖνον τὸν Πορφυρογέννητον, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως ὁ βασιλεύς, χλαμύδα καὶ στέμμα φορῶν καὶ συνοδευόμενος ὑπὸ πατρικιῶν, συγκλητικῶν καὶ στρατηγῶν, ἐξήρχετο τῶν ἀνακτόρων καὶ διὰ τῆς κεντρικῆς ὁδοῦ τῆς πρωτευούσης, τῆς μέσης καλουμένης, διηυθύνετο εἰς τὴν ἁγίαν Σοφίαν εἰς ἐξ διάφορα σημεῖα τῆς πορείας του ἐπευφημούμενος ὑπὸ ἀντιπροσώπων τῶν δήμων, ἤτοι τῶν Πρασίνων καὶ τῶν Βενετῶν, οἵτινες τὸν ηὔχοντο διὰ τοῦ «πολλοὶ ὑμῖν οἱ χρόνοι», «πολλά, πολλά, πολλά, πολλὰ ἔτη εἰς πολλά», «πολυχρόνιον ποιῆσοι ὁ Θεὸς τὴν ἁγίαν βασιλείαν σας» καὶ ἔψαλλον εἰς ἦχον τρίτον σχετικοὺς πρὸς τῆς ἡμέραν ὕμνους ὡς: «Ὁ ἀμήτωρ ἐν οὐρανοῖς, ἀπάτωρ τίκτεται ἐπὶ γῆς», «ὁ φυτουργὸς τῶν ἀνθρώπων φιλάνθρωπος καταδέχεται ἄνθρωπος γεννηθῆναι», «τὸν ἐν Ἐδὲμ παράδεισον ἠνέωξεν ἐν Βηθλεὲμ ἡ Παρθένος ἐξ ἧς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν εὐδόκησε τεχθῆναι».
Ὅταν ὁ βασιλεὺς ἔφθανεν εἰς τὴν ἁγίαν Σοφίαν, εἰς τὸν ἐξωνάρθηκα, ἀνώτερος ἀνακτορικὸς ὑπάλληλος, ὁ πραιπόσιτος, τοῦ ἀφήρει ἐκ τῆς κεφαλῆς τὸ στέμμα, προχωρῶν δ᾿ ὁ ἄναξ συνήντα εἰς τὸν νάρθηκα τὸν Πατριάρχην μετὰ τοῦ ὁποίου προυχώρει εἰς τὸν κυρίως ναόν, ἔνθα, κατὰ τὸν Καντακουζηνόν, «ἐξαισίᾳ τὶς εὐαρμοστίᾳ καὶ συμφωνίᾳ μέλους ἐξηκούετο».
Ἔπειτα, ἀφ᾿ οὐ εἰσήρχετο εἰς τὸ ἱερὸν καὶ προσεκύνει, μετέβαινεν εἰς τὸν πρὸς ἀνάπαυσιν χῶρον, τὸ μουτατώριον ἐξ οὐ καὶ ἐξήρχετο ὅταν ἦτο καιρὸς τοῦ ἀσπασμοῦ καὶ διὰ νὰ κοινωνήση. Κατὰ τὴν εἰς τὰ ἀνάκτορα ἐπιστροφήν, οἱ Πράσινοι καὶ οἱ Βενετοί εἰς πέντε διάφορα σημεῖα τὸν ἐπευφήμουν καὶ τὸν ηὔχοντο, ὡς καὶ κατὰ τὴν μετάβασιν.
Ἂς σημειωθῆ ὅτι κατὰ τὴν κατὰ τὰ Χριστούγεννα μετάβασίν των εἰς τὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν οἱ βασιλεῖς ἤκουον καὶ Λατινιστὶ καὶ εὐχάς, ὧν ἡ Βυζαντινὴ μετάφρασις ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου ἐγεννήθη καὶ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν προσκυνοῦσι».
«Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν φυλάξοι τὴν βασιλείαν ὑμῶν ἐπὶ πολλοῖς ἔτεσι καὶ καλοῖς».
Τὴν λαμπράν καὶ περίδοξον τῶν Χριστοῦ γενεθλίων ἡμέραν τιμῶντες οἱ βασιλεῖς, ἔδιδον κατ᾿ αὐτὴν ἐπίσημον ἐν τοῖς ἀνακτόροις γεῦμα, εἰς ὅ, προσκαλούμενοι ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ ξένοι ἀντιπρόσωποι καὶ δώδεκα πένητες κατὰ τὸν τύπο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἔτρωγον οὐχὶ καθήμενοι, ἀλλ᾿ ἀνακεκλιμένοι, κατ᾿ ἀρχαίαν συνήθειαν, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐγειρόμενοι καὶ ἐπευφημοῦντες τὸν βασιλέα, ἐν ᾦ κατὰ χρονικὰ διαστήματα οἱ καλλίφωνοι χοροὶ τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἔψαλλον. «Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».
Ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἱερότητα τῆς ἡμέρας οἱ βασιλεῖς ἀπηγόρευον νὰ συλλαμβάνεται τίς κατ᾿ αὐτὴν καὶ νὰ φυλακίζεται διὰ μικρὰ παραπτώματα, ἐκτός, ἂν εἶχε περιπέσει εἰς σοβαρὸν ἔγκλημα, στέλλοντες δὲ διαταγάς, ἐκέλευον ν᾿ ἀπολύωνται τῶν φυλακῶν οἱ δι᾿ ἐλαφρὰ παραπτώματα ἔγκλειστοι.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΦΕΒ. 2011-ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
πηγή
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)