Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Ὡριμάζει μέσα μου ὁ Παπαδιαμάντης...


Ωριμάζει μέσα μου ο Παπαδιαμάντης..." των εκδόσεων Λογείον. Οι ζωγραφιές είναι του Χρήστου Γουσίδη.

Ὡριμάζει μέσα μου ὁ Παπαδιαμάντης...
Tόν εἶδα στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο, Τσιμισκῆ καί Ἁγίας Σοφίας γωνία.
Παρατήρησα πώς ἦταν ἀνήσυχος, καί ὅταν μοῦ τό ἐπέτρεψαν τά φανάρια ἔσπευσα νά τόν συναντήσω.
«Τί κάνεις;» τόν ρώτησα. «Καλά εἶσαι; Λίγο ἀνήσυχο σέ βλέπω...».«Ὡριμάζει μέσα μου ὁ Παπαδιαμάντης...», μοῦ εἶπε, «καί σέ λίγες μέρες θά τόν μπουμπουνίξω».
Μέ αἰφνιδίασε καί δέν μπόρεσα νά πῶ τίποτα, κι ἔτσι αὐτός συνέχισε...
«Τόν κουβαλῶ μέσα μου ὅλο τόν χρόνο, ἀλλά τέτοιες μέρες δέν ἀντέχεται.
Δέν ἀντέχεται σοῦ λέω! Πίστεψέ με! Ἐσύ μπορεῖς νά μέ καταλάβεις. Γι’αὐτό σ’ τό λέω».
«Ναί, ναί» τοῦ ἀπάντησα. «Δίκιο ἔχεις»! Τί νά ’λεγα. Καί μ’ αὐτό φαίνεται πώς πῆρε θάρρος κι ἔτσι συνέχισε γιά νά μοῦ ἐξαγορεύσει πλήρως τούς λο-γισμούς του.
«Νά, τέτοιες μέρες μέ πιάνει κάτι... Καί λέω... λίγες μέρες πρίν τό μεγαλο-βδόμαδο...» ἐδῶ κόμπιασε, «θέλω νά τόν ἁπλώσω κάπου φαρδύ πλατύ σάν
ἐπιτάφιο. Νά τόν βλέπει ὁ κόσμος ὅλος. Νά, ἐκεῖ γιά παράδειγμα», καί μοῦ ’δειξε μέ τό δάχτυλό του Τσιμισκῆ καί Ἁγίας Σοφίας.
«Ἐκεῖ πού συναντιοῦνται καμιά φορά οἱ ἐπιτάφιοι. Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐκεῖ! Νά κλείσουν οἱ δρόμοι γιά ἕνα τριή- μερο καί νά μήν κινεῖται τίποτα. Τίποτα... Καί νά λένε ὅλοι, χωρίς νά τούς
πῶ τίποτα ἐγώ, ‘ὁ ἐπιτάφιος τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη’. Νά ἔρχον-ται ὅλοι ταπεινοί προσκυνητές μέ τά λουλουδάκια στό χέρι καί νά τά πα-ραθέτουν γύρω ἀπ’ αὐτό τό χαριέστατο σῶμα πού δέν βρῆκε ἀναπαμό σ’ αὐτόν τόν ψεύτικο ντουνιά. ‘Μπού ντουνιά’! ὅπως θά ’λεγε ὁ ξεπεσμένος
του δερβίσης. Ἐκεῖ κι ἐγώ ὁ βαστάζος του καί κουβαλητής του, ἄγρυπνος νά περιμένω μοιρολογίστρα, μυροφόρα, φύλακάς του καί τιμητική φρουρά...».
«Κατάλαβα» ἀποκρίθηκα χωρίς νά μέ ρωτήσει.
«Δέν ἀντέχεται, σοῦ λέω, τέτοιες μέρες μέσα σ’ αὐτόν τόν πανζουρλισμό,
τό πήγαινε ἔλα, τό πάνω κάτω. Ἤθελα νά ’ξερα ποῦ πᾶνε καί τί κάνουν.
Τί παρέλαση εἶναι αὐτή; Γιατί γίνονται ὅλα αὐτά; Πάσχα εἶναι μωρέ αὐτό;
Τό ἀποφάσισα, θά τόν ἁπλώσω ἐκεῖ χάμω καί πιστεύω νά καταλάβουν.
Ἐσύ τί λές;» μέ ρώτησε.
«Δέν ξέρω... Καλή ἡ ἰδέα σου... Ἀλλά μέ αἰφνιδίασες. Μήπως ὅμως θά πρέ-πει νά τό σκεφτεῖς καλύτερα; Δέν ξέρω πῶς θά τούς φανεῖ. Θά καταλάβουν;».
«Καί φυσικά θά καταλάβουν!» μοῦ ἀπάντησε. Τώρα ἄρχισε νά τά παίρνει.
«Τί τόν πέρασες τόν κόσμο. Ὅλοι, ὅλοι σοῦ λέω θά καταλάβουν. Ἐσύ δέν ξέρω ἄν θά καταλάβεις», εἶπε, αὐτή τή φορά ἀγανακτισμένος. «Ἐδῶ εἴμα-στε καί θά τό δεῖς».
«Καί πότε εἶπες θά γίνει αὐτό;» ρώτησα, ἀλλά αὐτός ἦταν πλέον ὥριμος γιά τήν πράξη του καί δέν κρατιόταν ἄλλο. Ἔτσι δέν εἶχε νόημα νά συζητᾶ μαζί μου καί μέ γρήγορα βήματα τήν ἔκανε γιά νά ἐπιστρέψει δριμύτερος,
ὅπως τουλάχιστον μοῦ ἐξομολογήθηκε.
Τί λέτε, θά καταλάβει ὁ κόσμος; Ἤ θά βρεῖ τόν μπελά του; Γιά καλό καί γιά κακό, ἐκεῖνες τίς μέρες θά καραδοκῶ. Ἐκεῖ, Τσιμισκῆ καί Ἁγίας Σο-φίας...
Καί ἐλπίζω ὁ κόσμος νά καταλάβει καί νά μήν τοῦ φανῶ χρήσιμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...έκανες κου πε πε;