Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Τρελή ποιός σ’ εἶπε κι ἄνθισες, προτοῦ Καλοκαιριάσει;
Δέν λογαριάζεις τἄχατες, ἐσύ χιόνια κι ἀνέμους;
Ἤ μήπως ἕρμη πρόσμενες, τό κρῦο νά μεριάσει,
μήν τοῦ κηρύξουν τ’ ἄνθη σου, ἐνάντιους πολέμους;

Καλά τά λές καί σκέφτεσαι, φωνή προσκυνημένη,
ἐμένα ὅμως τ’ ἄνθη μου, γιά Τόν Θεό ἀνθίζουν
κι ἄν γιά αὐτό τους τ’ ἄνθισμα κι ἡ γῆς κι ἡ Οἰκουμένη,
τά πολεμήσει… πιότερο, θέ νά μοσχομυρίζουν.

Ὅτι σ’ Αὐτοῦ τό θέλημα, μονάχα ὑπακοῦνε
κι ἐγώ ἀκόμ’ ἄν πρόσταζα, ἐνάντια νά κάνουν,
μήτε ἐμένα θ’ ἄκουγαν, καθότι προσκυνοῦνε,
Σαρακοστή τά πάθη Του κι ἄς εἶναι νά πεθάνουν.

Ἔτσ’ εἶπε κι ἔτσι λάλησε, ἡ μυγδαλιά τοῦ κόσμου
κι ἀπόμεινα νά σκέφτομαι, τά λόγια τά δικά της,
πού σάν μέ μῦρο στάξανε καί Πασχαλιά ἐντός μου
κι Ἀνάσταση π’ εὐώδιαζε, στά φύλλα τά λευκά της.
Γ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...έκανες κου πε πε;